Η συναισθηματική απληστία και οι συνεχείς απαιτήσεις
**Η
ιστορία είναι μία καθαρή μυθοπλασία και έχει φτιαχτεί βάση διάφορων ιστοριών
από την καθημερινότητα και δεν απαντά σε ένα συγκεκριμένο περιστατικό.
“Γιατί δεν με πήρες χθες; Που ήσουν το σαββατοκύριακο και με
ανησύχησες; Μάνα είμαι, δεν νοιάζεσαι καθόλου για μένα και το πόσο ανησυχώ που
δεν το σηκώνεις δύο μέρες συνεχόμενα; Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά δύο μέρες,
είχα στρες, νόμιζα ότι είχες πάθει κάτι…” Θα πει η μητέρα στον φοιτητή γιό της
στο τηλέφωνο μία ράντομ Δευτέρα.
Ο γιός θα κρύβεται για καιρό από όταν έφυγε από το σπίτι της
οικογένειας καταγωγής από τότε που πήγε να σπουδάσει σε μία άλλη πόλη. Στις συνεχόμενες
γκρίνιες της, ανάμεσα σε δικαιολογίες ότι έτρεχε σε δουλειές τις μέρες που
χανόταν ενώ έχει βγεί για να περάσει καλά με άλλους ανθρώπους και δεν ήθελε
τίποτα να τον ταράξει ή άλλες μέρες, απομονωνόταν στην προσπάθειά του να
διαχειριστεί μέσα του άλλες προσωπικές κρίσεις και ζητήματα.
Άλλες φορές, θα απέφευγε συστηματικά να πει την αλήθεια σε εκείνη
όπως την βιώνει μέσα του- αυτή την δύσκολη αληθεια- και θα απομακρυνόταν σχεσιακά. Θα φανταζόταν
αδύνατον να συγκρουστεί επειδή δεν έβρισκε εκείνον τον απαραίτητο χώρο στην
σχέση να το κάνει και δεν είχε αναπτύξει εκείνες τις αντοχές να το κάνει διότι
πιθανά φοβόταν διάφορα: ότι η μητέρα του θα κατέρρε, ότι στεναχωριόταν για τις "θυσίες
που έχει κάνει εκείνη για να τον μεγαλώσει" ή ότι θα γινόταν τόσο δυσάρεστος που
αυτό θα τον γέμιζε με τόσες ενοχές που δεν θα άντεχε να κουβαλήσει είτε ένιωθε
ότι θα γίνει τόσο δυσάρεστος που δεν θα το αντέχει αυτό η μητέρα.
Στην πορεία των χρόνων, θα
έχει εκπαιδευτεί να είναι ένα καλό και αρεστό παιδί και να «μην ταράζει τα
νερά» της μητέρας του με τις υπέρογκες και καθημερινές συστηματικές απαιτήσεις της
με σκοπό να προσπαθεί συχνά να τις ικανοποιεί ή όταν δεν μπορούσε… έβρισκε την
απαραίτητη δικαιολογία για να κλειστεί στην μοναξιά του ή στο περιρρέουν αλκοόλ
και κάθε λογής κατάχρηση.
Ο γιος, στην διάρκεια της εξέλιξής του με τα χρόνια, είχε μάθει να
καταπνίγει τα συναισθηματά του, είχε εκπαιδευτεί να φροντίζει για τα
συναισθήματα της μητέρας του. Είχε εξαιρετικά γίνει ένας καλός μαθητής να καταπνίγει
τα δικά του δύσφορα συναισθήματα ως παιδί, να καταπνίγει το θυμό του, την απογοήτευση του και κάθε είδους συναίσθημα
που ως παιδί ήθελε (και έπρεπε) να πάρει την απαραίτητη φροντίδα ή άλλα
πράγματα όπως ανακούφιση, υποστήριξη και παρηγοριά και έτσι κατέληξε να εξοικειώνεται εν καιρώ με το να ανακουφίζει,
φροντίζει, υποστηρίζει συναισθηματικά την μητέρα (ή τον πατέρα άλλοτε σε κάθε
παράδειγμα).
Εκείνος ο γιος όσο θα μεγαλώνει, θα βρίσκει γυναίκες- (ή άντρες
στην υποθετική μας ιστορία) συντρόφους που θα βλέπει ότι ως δια μαγείας είναι
συναισθηματικά μη διαθέσιμες. Είναι άνθρωποι που είτε τον χωρίζουν, τον μειώνουν, τον θέλουν να είναι σταθερά παρών να
τους φροντίζει πρακτικά και συναισθηματικά και εκείνος να λαμβάνει τα ελάχιστα
ή να μην παίρνει και τίποτα.
Ο γιος μετά από χρόνια θα κάνει ψυχοθεραπεία. Δεν θα καταλαβαίνει
γιατί χρειάστηκε να περάσει από κατάθλιψη, από ουσίες, από υπερφαγίες, από
αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή από χρόνια ψυχική εξουθένωση και να νιώθει αυτή
την αίσθηση ότι πάντα είναι μόνος και κανείς δεν τον έχει φροντίσει και
εκείνον.
Θα βρει εν καιρώ ότι μέσα
στα πολλά βιώματα από διάφορα γεγονότα ζωής, θα συναντά κάθε φορά μία
πρωταρχική φιγούρα που εκείνος έτυχε να γνωρίσει καλά: μία μητέρα που διαρκώς
ήταν άπληστη συναισθηματικά με μία διαρκή της αγωνία να επιθυμει από τον γιό της
να γεμίζει το κενό που είχε ορίσει το παιδί της ως υπεύθυνο των δικών της
συναισθηματικών λαιμαργιών.
Και το παιδί, όπως ξέρουν να κάνουν καλά τα παιδιά- δηλαδή να
μαθαίνουν αυτά που οι φροντιστές από τους οποίους εξαρτώνται κάνουν- θα μάθουν
να μπαίνουν σε αυτό το ρόλο και να παίζουν το θεατρικό δράμα που τους έμελλε να
παίξουν.
Και κάπως έτσι με πολύ απλά λόγια καταλήγει να είναι ένα παιδί-γονιός. Ένα παιδί που έχει μάθει πάντα να μπορεί, να αντέχει, να δίνει, να ξοδεύει εαυτό και να μην ζητά. Να μην απαιτεί. Να του αρκούν τα ελάχιστα. Να υπερεργάζεται. Με κόστος να υποφέρει με διάφορους τρόπους. Να είναι ένα καλό παιδί, ένα παιδί «διαμάντι» που δεν κουράζει, που δεν ταλαιπωρεί τους άλλους, αλλά το περνάει μόνο του πνιγμένο στην σχεσιακή μοναξιά του. Να γίνεται μία θυσία για εκείνη την φιγούρα που θυσιάστηκε για να το μεγαλώσει και δεν ξεχνά ποτέ να το υπενθυμίζει συνεχώς.
Αν όμως ο γιος, γυρνώντας στην ερώτηση εκείνη που τέθηκε στην αρχή,
απαντούσε όπως πραγματικά ένιωθε, μία ειλικρινής και απολύτως δυσάρεστη απάντηση θα ήταν
αυτή (γιατί η αλήθεια μπορεί και να πονάει):
Γιατί με κουράζεις. Γιατί από μένα χρειάζεσαι μόνο να παίρνεις και όχι να δίνεις. Γιατί σε νιώθω ένα συναισθηματικό βαμπίρ που εξαρτάται από μένα. Και δεν είναι καθόλου ελκυστικό αυτό στις σχέσεις. Και δεν είσαι αρεστή. Και δεν ήταν πότε ο ρόλος μου να σε φροντίζω ενώ εσύ είχες αυτή την ευθύνη. Και τώρα γίνομαι ενήλικας και προσπαθώ να μάθω να φροντίζω εγώ τον εαυτό μου. Και κυρίως να τον προστατεύω. Από ανθρώπους σαν και εσένα. Που είναι συνεχώς λαίμαργοι, άπληστοί και απαιτητικοί. Όσο μεγαλώνω σε αφήνω πίσω μου και προσπαθώ να φροντίσω εμένα. Κάνε και εσύ το ίδιο και άσε με στην ησυχία μου...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου