Καλοκαιρινές μυθοπλαστικές ιστορίες
Καλοκαιρινές μυθοπλαστικές ιστορίες.
Ο Αύγουστος φέρνει μία σχετική ηρεμία και δίνει χώρο σε όλες τις σκέψεις, εικόνες και φαντασία να ξεπροβάλλουν και να πάρουν μία ροή, δημιουργική.
Δοκιμάσατε αυτές άραγε τις εικόνες, τις σκέψεις, τις αισθήσεις ή τις μνήμες να τις κάνετε κάτι;
Κείμενο 1
Τίτλος: Ανασφάλειες
Το στήθος του έγινε βαρύ,
σαν κάποιο δυσθεώρητο βάρος να χοροπηδάει με μανία πάνω του. Ο λαιμό του μπουκώνει
και νιώθει αόρατα χέρια να τον σφίγγουν. Τα χέρια του ιδρώνουν, μα πως, έξω έχει μία υπέροχη δροσιά;
Οι σκέψεις τον
κατακλύζουν. Σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Αν ήταν σκηνοθέτης θα έγραφε πολλές
ταινίες με δαύτες, έλεγε σε μία προσπάθεια να καμουφλαριστεί η αγωνία του.
Σκέψεις, εικόνες, συμπεράσματα γεμάτες απογοητεύσεις, εγκατάλειψη, οδύνη,
ανεπάρκεια.
Το τηλέφωνο δεν απαντά
στα μηνύματά του. Νιώθει το αίμα του να βαστιέται σε μεγάλες δόσεις στις φλέβες.
Προσπαθεί να κρυφτεί από την μανία του μυαλού του για σενάρια. Προσπαθεί.
Βλέπει γύρω του κάτι γάτες να παίζουν ξέγνοιαστες. Τίποτα. Βλέπει όλους τους φίλους
και τους στέλνει μηνύματα να μάθει νέα τους. Η ίδια γαμημένη υπερένταση.
Φτιάχνει κάτι ξεχασμένα πρότζεκτ. Για λίγες στιγμές νιώθει καλά, αλλά η εικόνα
του προσώπου που στέκεται η αφορμή να έρθει σε επαφή με τις πληγές του τον εξοντώνουν.
Πάλι τίποτα. Απελπισία. Πότε θα τελειώσει το μαρτύριο ετούτο;
Μα πότε ήταν τόσο
ανασφαλής; Πως σκατά του έφυγε τέτοια πληροφορία; Μα όλα ήταν στρωμένα ωραία
στη ζωή του, ελεγχόμενα, πως έφτασε ετούτο το πρωινό να τραντάζεται τω όντι του;
Χέρια, στήθος, λαιμός,
πόδια, μιλιά, κεφάλι, αίμα στις φλέβες, γόνατα όλα πάλλονται με ανάκατο ρυθμό.
Κάνει διαλογισμό. Παίρνει
βαθιές ανάσες. Ξέρει καταβάθος ότι δεν είναι εκείνο το πρόσωπο η αιτία του
πανικού. Ήταν που οι πρώτες φιγούρες με τον τίτλο της φροντίδας δεν ήταν εκεί για
εκείνο και τώρα παλεύει να σκοτώσει τους δαίμονές του. Ήταν εκείνες οι στιγμές
που κάποιοι τον πόνεσαν φοβερά όσο ήταν παιδί, και ακόμη μένουν ανείπωτα. Ήταν άλλες
στιγμές που σαν πρόσφυγας κατέφευγε τρομαγμένος και κλείδωνε μέσα του για να
μπορέσει να επιβιώσει από τους κινδύνους και την ανυπαρξία. Να μπορεί να
αντέχει με την στοργή που δεν πήρε και
κυρίως, που δεν θα πάρει ποτέ από εκείνους. Να μπορεί να βαστά στις πληγές που
του δημιούργησαν στο πέρασμα των χρόνων. Να μπορεί την φροντίδα να τη δίνει
εκείνος στον εαυτό του.
Ο πανικός της εγκατάλειψης,
οι ψυχικές πληγές και οι σωματικές εκδηλώσεις βρίσκουν την γαλήνη τους μέσα από
τη ζωγραφική. Ζωγραφίζει μετέωρες και θολές μορφές. Κουνημένες και χαμένες στο
καμβά. Κομμάτια δικά του, διαλυμένα. Χρόνια που πενθούνται. Χρόνια που δεν
υπήρξαν και δεν θα έρθουν. Κομμάτια που πρέπει να αποχαιρετίσει. Για να κάνει
χώρο σε μέλλοντα που θα έρθουν.
Μέσα στον τρόμο του,
θυμάται μία συνομιλία με ένα τύπο, σε κάτι σκαλιά. Θα θυμάται ότι για χρόνια
πάλευε με την ηρωίνη και την έκοψε μονομιάς, όταν έλαβε σταγόνες φροντίδας. Θα
θυμάται από τα χείλη του να του λέει ότι δεν είναι ο άρρωστος, μα ο ρουφηγμένος
από τη ζωή. Θα θυμάται να του δίνει κουράγιο και να βλέπει έναν ανθεκτικό τύπο
γύρω του και όχι απόσταγμα της ντροπής όπως ο ίδιος πάλευε να βγει για χρόνια.
Θα προσπαθεί την ίδια συνομιλία να τη βάλει στον ίδιο του τον εαυτό. Μα και αυτός
την ζητά την φροντίδα, γιατί να μην την ζητήσει και κυρίως: να μην την δεχτεί;
Οι ανασφάλειες από εκεί
που γίναν κίνδυνοι και δυνάστες, τώρα άλλαξαν μορφή: έγιναν οι χάρτες για
αναζήτηση μίας κοιλάδας ηρεμίας, ομορφιάς και ονείρου. Θα τις περπατήσει και
ό,τι βγει. Με όσα αγκάθια και ας τους περιβάλλει ο δρόμος.
Η αναπνοή κάπως κάθισε
στη θέση του, το κεφάλι έγινε ελαφρύ και οι βαριές πατημασιές σα να φύγανε από
το στήθος του. Πίνει μία γουλιά χαμομήλι και πετά το κινητό μακριά. Είναι
μακριά η μέρα σήμερα και τού ήρθε μία ωραία έμπνευση για το νέο του πίνακα. Μέσα
από τις οδύνες και τις πληγές του, έρχονται τα χρώματα, οι σκιές, τα σκίτσα και
τα νοήματα. Μέσα από τον πόνο, εξανθρωπίζεται και νιώθει ολόκληρος.
Θα τον περπατήσει και
αυτόν τον δρόμο. Πάντα το κάνει. Θα μαζέψει τα κουράγια του και θα ξανασηκωθεί.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κείμενο 2
Τίτλος: Αυγουστιάτικες Αποτυπώσεις φιλίας
Ένα καλοκαιρινό βράδυ, θα
έπεφτε σε μεγάλη και ανείπωτη θλίψη. Θα θλιβόταν για όσα είχαν φύγει, ήταν
νεκρά και έκαναν εκκωφαντικά τη παρουσία τους εδώ, πεθαμένα μαζί της.
Η γιαγιά που τόσο την
αγαπούσε και ήταν μία μητρική φιγούρα που θα την έπαιρνε κάθε πρωί τηλέφωνο, οι
χαμένοι έρωτες που δεν ευδοκίμησαν στα όνειρα και στις εικόνες της περί αγάπης,
η νιότη που ξεγλιστρούσε αργά αργά. Ίσως ήταν και ο Αύγουστος που πάντα φώναζε
καλοκαιρινές προσδοκίες και της δημιουργούσε κόμπους στο λαιμό, κάθε φορά.
Ένιωθε μόνη και ήθελε μία
αγκαλιά. Θα θυμόταν μία σκηνή με έναν πρώην που τη κακομεταχειριζόταν και τη
διέλυε με λόγια που ήταν χειρότερα και από τις πιο στοχευμένες μπουνιές, να
αγκαλιάζει ασυναίσθητα τον εαυτό της, έτσι για να βρει ένα ελάχιστο καταφύγιο,
μία κάποια προστασία. Στον ίδιο της τον εαυτό. Θα έστελνε ένα μήνυμα σε μία
φίλη από μακριά, αλλά ευγενικά καθώς ντρεπόταν να την ταράξει με τις έγνοιες
της και τα βάσανά της.
Μα η φιλία είναι ένας
δεσμός βαθύς και οι πληγές γίνονται ορατές, όσα χιλιόμετρα μακριά και να τις
χωρίζουν. Η απάντηση ήταν ακαριαία: την περίμενε, να πάρει το μπακ πατ της και
να έρθει αμέσως στην αγκαλιά της. Θα της έδινε μία δόση στοργής και ζεστασιάς
που διακαώς διψούσε στο σώμα της αρχικά και έπειτα στη ψυχή της. Τόσα και τόσα
κείμενα γράφονται για τους έρωτες, μα όχι ανάλογα για τις φιλίες.
Για εκείνους τους δεσμούς
που τείνουν να μεταμορφώνονται στις οικογένειες που επιλέγουμε και αποτελούν
τις θαλπωρικές στιγμές που μας θρέφουν στα δύσκολά μας, μας καμαρώνουν στα καλά
μας και αποτελούν τους απαραίτητους συνοδοιπόρους στη ζωή μας.
Στην φιλία, λοιπόν.
Στις Αυγουστιάτικες
αποτυπώσεις βαθιάς φιλίας.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κείμενο 3
Τίτλος:-Ιστορίες Ντεμί Μυθοπλασίας και Αλήθειας πλασμένες με Οδύνη και Ανθεκτικότητα-
Οι κρίσεις πανικού του
ταράζουν την ύπαρξη. Νιώθει να κατακλύζεται η ύπαρξή του από μία αίσθηση
διάλυσης. Σα να αποκόπτονται τα κύτταρα, τα όργανά του, η συνείδησή του και να
αιωρούνται στο μετέωρο. Το σώμα απαντά με εφίδρωση, η καρδιά χτυπά σα να τρέχει
σε 100αρι σπριντ, το κεφάλι ζαλίζεται σα να χορεύει σε μία non- stop συναυλία.
Η όραση διασπάται, η ακοή στους θορύβους του σώματος, ξαφνικά σα να κατουριέται
από εκεί που θυμόταν ότι είχε ώρες να πιει κάτι υγρό και μέσα σε αυτά, να
υπάρχει και χώρος για την ντροπή τι θα γίνει αν αφεθούν, έτσι μπροστά και χύμα
σε ένα συρμό στο Μετρό της Αθήνας.
Το μυαλό μοιάζει να
αιωρείται στο κενό και να πέφτει. Και να πέφτει χωρίς να πιάνει πάτο, χωρίς να
πιάνει στεριά, ένα έδαφος για να λήξει αυτό το μαρτύριο. Ξαφνικά δεν είναι
δυνατός μα συγκλονιστικά αδύναμος και τρωτός. Η απόλυτη τραγωδία να πρέπει,
μέσα στις κρίσεις που κάνει ο Πανικός, να έχει να διαχειριστεί και αυτή την
διαπίστωση. Την πιο δύσκολη, για εκείνον. Που του επιβάλλει νέες αναθεωρήσεις.
Μα έφτασε στα 40 και πάντα ήταν τόσο άτρωτος, πως έφτασε εκεί; Μοιάζει η πορεία
σαν ένα άλυτο sudoku, σαν ένα παζλ με χίλια κομμάτια που αδυνατεί ή δεν έχει
την υπομονή να συνδέσει τα κομμάτια. Υπομονή, τι μαρτύρια διαδικασία και αυτή
στην οδύνη του Πανικού… Θα βάζει τα κλάματα μετέπειτα. Νιώθει μία γελοία καρικατούρα.
Πονάει, και ο πόνος είναι οξύς καθώς βγαίνει από τα βάθυ της αβύσσου. Θα είναι
καθισμένος σε σκαλάκια σε ένα μετρό και θα νιώθει παρανταλιασμένος, έπειτα από
μία μάχη. Θα νιώθει μόνος και έρημος. Και αυτό θα τον κάνει σαν ένα φαύλο κύκλο
να δέρνει, ορισμένες φορές όλο και περισσότερο τον εαυτό του για την κατάντια
του.
Στην τρομακτική αίσθηση
αυτή του πανικού, ξαφνικά πιάνει ένα χέρι. Είναι εκεί και του χαρίζει μία
μακρινή αίσθηση ενότητας. Νιώθει μία ασφάλεια, μπορεί να πέσει και να συνεχίζει
για όσο, σα να αιωρείται για ώρες σε ένα Bungy Jumping χωρίς τελειωμό. Θα έχει
μία βάση για να μην τρελαθεί, για να μην διαλυθεί εντελώς. Αυτό το χέρι που
είναι σα σανίδα σωτηρίας και κάποια ζάναξ που και μόνο η παρουσία στις
κωλότσεπες του τζιν αποτελούν ανακουφιστικό placebo. Θα προσπαθεί για αυτό το
χέρι και για άλλα τόσα χέρια που το βοηθούν καθημερινά να ξαναπατήσει στα πόδια
του.
Θα θυμάται ότι στην
συνεδρία θα ακούει, ότι μετά από αυτό θα βγει πιο δυνατός και κυρίως
αλλιώτικος. Που και δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Που δεν το εμπιστεύεται
και κυρίως μέσα στην απόγνωση και την απελπισία, θα χάνει και τη πίστη του.
Όμως για αυτά τα χέρια, για όλα αυτά τα χέρια που τον κρατούν κυριολεκτικά και
μεταφορικά σε μία λεπτή γραμμή ζωντανό, κάτι μέσα του θα του λέει να προσπαθεί.
Κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Θα αγωνίζεται να κάνει τον Πανικό φίλο, την
ευαλωτότητα σύντροφο και να εσωτερικεύει όλα εκείνα τα χέρια και να χτίζει στα
θεμέλια μία αίσθηση ολότητας και ασφάλειας που τόσο εκλείπουν στους Πανικούς
που τον επισκέπτονται στα κλειστά μέρη που δεν μπορεί για στιγμές ή ώρες να
απεγκλωβιστεί.
Θα βγαίνει από το μετρό,
καταϊδρωμένος και σχεδόν κουρέλι και θα κινείται προς την έξοδο. Άλλη μία μάχη
κερδήθηκε, με πολύ κόπο αλλά και κουράγιο και ανθεκτικότητα. Θα περιμένει μέχρι
την ώρα που θα έμπαινε στο θεραπευτικό χώρο σα μικρό παιδί που πήρε δέκα στην
ορθογραφία με αυτοκολλητάκια για να το ανακοινώσει με περίσσιο θάρρος.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κείμενο 4
Τίτλος: Καλώς ήρθατε στο κόσμο της αβύσσου!
"...Μάζευαν τις στιγμές σαν πολύτιμες σταγόνες αθανασίας που θα διατηρούσε το πόθο και την δίψα για Ζωή, παντοτινά.
Η μία ματιά ήθελε να
ρουφήξει την άλλη στα στήθια της. Επιθυμούσε να της ξομολογηθεί το
επτασφράγιστο μυστικό της. Της έβαλε μία ταινία, όπου μία ροκ σταρ μιλούσε στα
τραγούδια της για τη θεωρία της Αγάπης του Πλάτωνα {Hedwig and the Angry Inch},
που έτσι μπορούσε να μοιραστεί ελεύθερα τον ροδαλό της κόσμο. Το άκουγαν μαζί
και η ματιά φλεγόταν από τέχνη, χαρά και ηδονή.
Η άλλη ματιά προσπαθούσε
να μεταφράσει εξίσου παράδοξα τον δικό της, απαλό κόσμο των αισθήσεων. Της
πρότεινε να δούνε την Ηλιόλουστη Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού που η άλλη ματιά
τόσο φοβόταν να αντικρίσει γιατί ήταν εύθραστη και υποπτευόταν ότι θα ραγίσει.
Η άλλη ματιά όμως της
έπιασε το χέρι λέγοντας ότι ήταν ασφαλής, πλέον. Η ταινία είχε ένα ανέλπιστο
τέλος για την φοβισμένη ματιά στο τέλος που τρόμαζε εξαρχής να αντιμετωπίσει.
Μέσα και διαμέσου αυτής, βίωσε τουναντίον την προσπάθεια των ηρώων να αγαπήσουν
και να αγαπηθούν εξίσου, όσο διαλυμένοι ψυχικά και αν ήταν. Και θα μπορούσε να
είναι ένα γενναίο τέλος καθότι αληθινό όπως συμβαίνει και εκεί έξω στη ζωή και
όχι κλειδωμένο στις ταινίες.
Οι ματιές ζωγράφιζαν στις
όψεις τους όσα δεν μπορούσαν να πουν με τις λέξεις τους. Και έτσι ο
κινηματογράφος έγινε μία ακόμη μοιρασιά και ένας κοινό τους τόπος.
Οι κόσμοι των ματιών
πλέον ενώνονταν και επούλωναν τις πληγές που είχαν κλειδώσει σε απόμερα
σεντούκια για χρόνια, μοναχές τους. Η αγνότητα των σκέψεων και των συναισθημάτων
απλωνόταν ως ένα υγρό και τρυφερό πανί που σκούπιζε τον αίμα από τα ανοιχτά
τραύματά τους.
Απροσδόκητα, η αθανασία
ερχόταν και φωτογράφιζε πλέον το παρόν τους..."
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Κείμενο 5
Τίτλος: "Φοβάμαι"
«Φοβάμαι» έλεγε αγκομαχώντας η φιγούρα καθώς άφηνε τις
τελευταίες πνοές πόνου και ηδονής πάνω στο λαιμό της.
Στο άκουσμα του φόβου της φιγούρας που έστεκε αδύναμη από
πάνω της, ήταν μία παλίρροια συναισθημάτων και αισθήσεων. Εκείνες τις στιγμές
αναλογίστηκε ότι φοβόταν και η ίδια, όσο ακουμπούσε τη καρδιά της σε εκείνη.
Φοβόταν την εγγύτητα, το μέλλον, τις ίδιες τις αδυναμίες που για χρόνια
κλείδωσε στο σεντούκι της απομόνωσή της. Στο άκουσμα της φιγούρας, που βίωνε
την έκσταση του πόθου όσο εκείνη ήταν μέσα της, λυτρωνόταν και εξανθρωπιζόταν η
όψη της.
Η ευαλωτότητα για εκείνη ήταν ένα θολό σημείο. Έμοιαζε σαν
ένα τόπο από εκείνες τις κάρτ ποστάλ που έβλεπε και ήταν μακρινοί τόποι: επιθυμητοί
και αγαπημένοι μα απροσέγγιστοι. Έτσι ήταν και η ευαλωτότητα μέσα της. Ένας
τόπος ονειρικός μα μακρινός, σαν να ήθελε αλλά και να μην μπορούσε να
ταξιδέψει.
Με την παρουσία εκείνης της φιγούρας και ανάμεσα στα
αναφιλητά που άφηνε η κάβλα της πάνω το κορμί της, η λέξη φόβος ακουγόταν σαν
ένα μέσο για να φτάσει εκείνο τον δυσπρόσιτο τόπο που πάντα εκείνη αδυνατούσε
να ταξιδέψει. Και αυτό γιατί πάλευε μόνη, μέσα από θεωρίες και το ακόνισμα του
μυαλού της. Όμως, πλέον καταλάβαινε ότι αυτό θα ερχόταν μέσα από την εγγύτητα
εκείνων των στιγμών με εκείνη τη φιγούρα. Σε εκείνες τις λεπτές ισορροπίες, που
η παντοδυναμία της έχανε έδαφος και γινόταν τρωτή, βλέποντας τα μάτια της
φιγούρας να την κοιτούν ευθέως στην ψυχή. Στα αγγίγματα εκείνης της φιγούρας
που ζέσταιναν το κορμί της. Στις ευθραυστότητες της που αναθέρμαιναν την
ανθρώπινη ύπαρξή της και την έκαναν να συνδέεται με τον εαυτό της και το κόσμο
γύρω της, που τόσο καλά είχε διδαχθεί να ελέγχει και να είναι στα μέτρα της.
Το «φοβάμαι» ακουγόταν πλέον ως το πιο ερωτικό και
αισθησιακό άκουσμα που έφερνε σε ανατριχίλα το πνεύμα της και την προσκαλούσε
για ένα ταξίδι, αβέβαιο και με ρίσκο.
Ήταν διατεθειμένη να επιβιβαστεί στο τρένο των φόβων της με
εκείνη τη φιγούρα. Ένιωθε λίγο πιο ασφαλής να αφήσει το σεντούκι ανοιχτό να
χυθούν οι ανασφάλειές της. Και στη σκέψη αυτή, ένα χαμόγελο διέτρεξε το πρόσωπό
της. Ένα νέο ταξίδι ξεκινούσε.
Από: Χριστίνα Πανταζή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου