Το χρονικό του σπόρου ενός έρωτα
Το καλοκαίρι ήρθε, οι περισσότεροι
λαμβάνουμε τις άδειες μας, για να μπορέσουμε να πετάξουμε από επάνω το
μπούχτισμα της καθημερινότητας και των συνεχόμενων υποχρεώσεων και πιέσεων και
να κάνουμε μία διακοπή, μία τομή, ηρεμώντας, ταξιδεύοντας εσωτερικά, ψυχικά ή
πραγματικά και αλλάζοντας παραστάσεις που θα μπορέσουν να αποτελέσουν τα νέα
εφόδια για να γίνει η καινούργια χρονιά παραγωγική και ανανεωμένη.
Τα βιβλία πάντα αποτελούν ένα
μεγάλο εσωτερικό ταξίδι του ανθρώπου και η μυθοπλασία του εξάπτει τον νου και
την φαντασία, πηγαίνοντάς το όπου εκείνος/η επιθυμεί.
Τι πιο ωραία διακοπή από εκείνες τις
καρέ-καρέ στιγμές στο χρονικό που γεννιέται ο έρωτας; Στις λεπτομέρειες που ο
χρόνος αλλάζει τροπή και σημασία, που το μάτι σε άλλη περίπτωση δεν θα εστίαζε,
σε χαρακτηριστικά που ίσως προσπέναγε, σε μέρη που θα αγνοούσε.
Ο συγκραφέας Αλαίν ντε μποτόν
περιγράφει μία χαρακτηριστική στιγμή του πως μπαίνει το σποράκι του έρωτα
ανάμεσα σε δύο ανθρώπους και μας καλέι να ταξιδέψουμε μαζί του.
Διότι και σχετικά με την ψυχική
υγεία, ο έρωτας αποτελεί ένα πολύ δυνατό και συγκλονιστικό ερέθισμα, να
εκτοπίσει την δημιουργικότητά μας, την έμπνευση για ζωή, να εξάψει την φαντασία
μας, να μετατοπίσει τις οπτικές μας, να διευρύνει στόχους, κίνητρα, διαθέσεις
για τη ζωή. Να μας κάνει λίγο περισσότερο αισιόδοξους και λίγο περισσότερο
ανθεκτικούς απέναντι στις όποιες δυσκολίες και αδυναμίες.
Πάμε
να δούμε πως άξαφνα ξεκινά το χρονικό ενός έρωτα.
-------------------------------------------------------------------
Περιγραφή βιβλίου:
Το πολυαναμενόμενο και σαγηνευτικό δεύτερο μυθιστόρημα του Αλαίν ντε Μποττόν, που ακολουθεί την όμορφα περίπλοκη τροχιά μιας ρομαντικής σχέσης, από τον διεθνώς επιτυχημένο συγγραφέα των «Μικρή φιλοσοφία του έρωτα» και «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου».
Όλοι γνωρίζουμε τη μέθη και τον ενθουσιασμό των πρώτων σταδίων του έρωτα. Όμως, τι ακολουθεί; Στο Εδιμβούργο, δύο άνθρωποι, ο Ραμπί και η Κέρστεν, ερωτεύονται. Παντρεύονται, αποκτούν παιδιά – όμως δεν υπάρχει μακροχρόνια σχέση που να υπακούει έτσι απλά στο «κι έζησαν αυτοί καλύτερα». Το «Χρονικό του έρωτα» είναι ένα μυθιστόρημα που διερευνά τι συμβαίνει μετά τη γέννηση του έρωτα, τι χρειάζεται για τη διατήρησή του και τι συμβαίνει στα αρχικά ιδανικά κάτω από την πίεση της συνηθισμένης ύπαρξης. Με φιλοσοφική εμβρίθεια και ψυχολογική οξύνοια, ο Αλαίν ντε Μποττόν δείχνει ότι τα ρομαντικά μας όνειρα ίσως τελικά να μας βλάπτουν σοβαρά – και διερευνά τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Το συμπέρασμα, όπως ανακαλύπτουν σταδιακά οι χαρακτήρες, είναι πως ο έρωτας δεν αποτελεί «έναν ενθουσιασμό» αλλά μάλλον μία «δεξιότητα» που την αποκτάμε σταδιακά και συχνά οδυνηρά...
Απόσμασμα
από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποτόν- Το χρονικό ενός έρωτα. Εκδόσεις Πατάκη.
"...Οι ιστορίες των σχέσεων που διαρκούν χρόνια, χωρίς προφανείς συμφορές ή καλοτυχίες, παραμένουν – συναρπαστικά και ανησυχητικά– η εξαίρεση μεταξύ των αφηγημάτων που τολμάμε να πούμε στον εαυτό μας για την εξέλιξη του έρωτα.
Ανταλλάσσουν χειραψία στο εργοτάξιο, ένα συννεφιασμένο πρωινό στις αρχές Ιουνίου, λίγο μετά τις έντεκα. Η Κέρστεν ΜακΛέλλαντ φοράει ανακλαστικό γιλέκο, προστατευτικό κράνος κι ένα ζευγάρι μπότες με χοντρές λαστιχένιες σόλες. Ο Ραμπί Καν δεν ακούει και πολλά από τα λεγόμενά της – όχι μόνο εξαιτίας του επαναληπτικού ήχου ενός παρακείμενου κομπρεσέρ, αλλά και γιατί, όπως θα ανακαλύψει αργότερα, η Κέρστεν μιλάει συχνά μάλλον σιγανά, με την προφορά του Ινβερνές, απ’ όπου κατάγεται, με τις φράσεις να αργοσβήνουν πριν ολοκληρωθούν, λες και στη μέση των λεγομένων της ανακαλύπτει κάποια διαφωνία με όσα λέει ή απλά αποφασίζει να συνεχίσει με άλλο θέμα.
Παρά το ντύσιμό της (ή, ουσιαστικά, εν μέρει εξαιτίας αυτού), ο Ραμπί προσέχει αμέσως στην Κέρστεν μια σειρά χαρακτηριστικά, ψυχολογικά και σωματικά, από τα οποία γοητεύεται ιδιαίτερα. Παρατηρεί τον ψύχραιμο, πρόσχαρο τρόπο με τον οποίο αντιδρά στη συγκαταβατική συμπεριφορά του συνεργείου κατασκευών που αποτελείται από δώδεκα μυώδεις άνδρες· τον ζήλο με τον οποίο ελέγχει τις διάφορες εργασίες στο πρόγραμμα· τη γεμάτη αυτοπεποίθηση περιφρόνηση των κανόνων της μόδας και την ιδιαίτερη φύση που υπαινίσσεται η ελαφρά ανωμαλία στα πάνω μπροστινά δόντια της.
Αφού ολοκληρώνεται η συνάντηση με το συνεργείο, ο πελάτης και ο ανάδοχος πηγαίνουν και κάθονται σε έναν πάγκο εκεί κοντά για να ελέγξουν τα συμβόλαια. Όμως μετά από λίγα λεπτά πιάνει μια δυνατή βροχή και, καθώς στο γραφείο του εργοτάξιου δεν υπάρχει χώρος για να ασχοληθούν με τα γραφειοκρατικά, η Κέρστεν προτείνει να πάνε στον κεντρικό δρόμο της πόλης και να καθίσουν σε κάποιο καφέ.
Στη διαδρομή, κάτω από την ομπρέλα της, αρχίζουν να κουβεντιάζουν για την ορειβασία. Η Κέρστεν λέει στον Ραμπί ότι προσπαθεί να φεύγει από την πόλη όσο το δυνατόν συχνότερα. Στην πραγματικότητα, πριν λίγο καιρό πήγε στη λίμνη Καρραγκίαν, όπου, αφού έστησε τη σκηνή της σε ένα απομονωμένο πευκοδάσος, ένιωσε μια εξαιρετική αίσθηση γαλήνης και διαύγειας, με το να βρίσκεται τόσο μακριά από τον κόσμο και όλους τους περισπασμούς και τη φρενίτιδα της ζωής στην πόλη. Ναι, πήγε μόνη της, του απαντάει· εκείνος τη φαντάζεται μέσα στη σκηνή, να λύνει τις μπότες της. Όταν φτάνουν στον κεντρικό δρόμο, δεν βλέπουν κάποιο καφέ, οπότε καταφεύγουν στο Ταζ Μαχάλ, ένα μελαγχολικό και άδειο ινδικό εστιατόριο, όπου παραγγέλλουν τσάι και (κατόπιν παρότρυνσης του ιδιοκτήτη) ένα πιάτο με πόπαντομ. Έχοντας πάρει δυνάμεις, ασχολούνται με τα σχέδια, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι θα ήταν καλύτερο να φέρουν την μπετονιέρα μετά από τρεις βδομάδες και να προμηθευτούν τις πλάκες μία βδομάδα αργότερα.
Ο Ραμπί παρατηρεί την Κέρστεν με βλέμμα ανατόμου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να δείχνει διακριτικός. Προσέχει τις αχνές φακίδες στα μάγουλά της· το αλλόκοτο μείγμα δυναμισμού και επιφυλακτικότητας στην έκφρασή της· τα πυκνά, καστανοκόκκινα μαλλιά μέχρι τους ώμους, μαζεμένα στη μία πλευρά, και το συνήθειο να ξεκινά τις προτάσεις με ένα ζωηρό «Το θέμα είναι…».
Παρόλο που η συζήτηση αφορά πρακτικά ζητήματα, ο Ραμπί καταφέρνει να διακρίνει περιστασιακά, φευγαλέα, μια πιο προσωπική πλευρά. Στην ερώτησή του για τους γονείς της, η Κέρστεν απαντά, με μια νότα αμηχανίας στη φωνή της, ότι μεγάλωσε στο Ινβερνές μόνο με τη μητέρα της, καθώς ο πατέρας της έχασε από νωρίς το ενδιαφέρον του για την οικογένεια. «Όχι και η ιδανικότερη αρχή για να αντιμετωπίζω αισιόδοξα τους ανθρώπους» του λέει μ’ ένα σαρκαστικό χαμόγελο (κι εκείνος συνειδητοποιεί ότι το πάνω αριστερά μπροστινό της δόντι είναι λιγάκι στραβό). «Ίσως γι’ αυτό και το “κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα” δεν ήταν ποτέ του γούστου μου».
Ο Ραμπί σε καμία περίπτωση δεν θεωρεί αποτρεπτικό αυτό το σχόλιο, που του θυμίζει το ρητό για τους κυνικούς, οι οποίοι είναι απλώς ιδεαλιστές με ασυνήθιστα υψηλές απαιτήσεις.
Μέσα από τα μεγάλα παράθυρα του Ταζ Μαχάλ βλέπει σύννεφα που κινούνται γοργά και, στο βάθος, έναν διστακτικό ήλιο που φωτίζει τους ηφαιστειογενείς μαύρους τρούλους των λόφων Πέντλαντ.
Θα μπορούσε να περιοριστεί στη σκέψη ότι η Κέρστεν είναι ένα μάλλον ευχάριστο άτομο για να περάσει ένα πρωί επιλύοντας ορισμένα ενοχλητικά διαχειριστικά ζητήματα. Θα μπορούσε να συγκρατήσει την κρίση του σχετικά με το βάθος του χαρακτήρα που εύλογα κρύβεται πίσω από τις σκέψεις της για τη δουλειά και τη σκοτσέζικη νοοτροπία. Θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι η ψυχή της είναι μάλλον απίθανο να αντικατοπτρίζεται, έστω χαλαρά, στην ωχρότητά της και στην καμπύλη του λαιμού της. Θα μπορούσε να ικανοποιηθεί σκεφτόμενος ότι του φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα και ότι θα χρειαζόταν άλλα είκοσι πέντε χρόνια για να μάθει πολύ περισσότερα.
Αντί όλων αυτών, ο Ραμπί νιώθει βέβαιος ότι έχει ανακαλύψει μια γυναίκα προικισμένη με τον πλέον εκπληκτικό συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών αρετών – νοημοσύνη και καλοσύνη, χιούμορ και ομορφιά, ειλικρίνεια και γενναιότητα· κάποια που θα του έλειπε αν έφευγε από την αίθουσα, παρόλο που μόλις δύο ώρες νωρίτερα του ήταν παντελώς άγνωστη· κάποια που τα δάχτυλά της –τα οποία εκείνη τη στιγμή ζωγραφίζουν αχνές γραμμές με μια οδοντογλυφίδα στο τραπεζομάντιλο– επιθυμεί να τα χαϊδέψει και να τα σφίξει στα δικά του· κάποια με την οποία θέλει να αποκτήσει παιδιά και να περάσει μαζί της την υπόλοιπη ζωή του.
Από φόβο μήπως την προσβάλει, αβέβαιος για τα γούστα της, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να παρερμηνεύσει κάποια φράση της, την αντιμετωπίζει με εξαιρετική επιμέλεια και διακριτική προσοχή.
«Με συγχωρείς, μήπως προτιμάς να κρατάω εγώ την ομπρέλα;» τη ρωτάει καθώς επιστρέφουν στο εργοτάξιο.
«Ω, ειλικρινά δεν με πειράζει» του αποκρίνεται.
«Δεν έχω πρόβλημα να την κρατάω – ή και όχι» συνεχίζει. «Αλήθεια, όπως προτιμάς!»
Λογοκρίνει έντονα τον εαυτό του. Παρά την απόλαυση που κρύβει η αποκάλυψη, επιδιώκει να προφυλάξει την Κέρστεν από τις περισσότερες πτυχές του χαρακτήρα του. Σε αυτό το στάδιο, το να φανερώσει τον πραγματικό του εαυτό δεν αποτελεί προτεραιότητα.
Συναντιούνται ξανά την επόμενη βδομάδα. Καθώς επιστρέφουν προς το Ταζ Μαχάλ για να ασχοληθούν με τον προϋπολογισμό και την πρόοδο των εργασιών, ο Ραμπί τη ρωτά αν θα ήθελε να βάλει ένα χεράκι με την τσάντα με τους φακέλους που κουβαλά, κι εκείνη αντιδρά γελώντας και του λέει να μην είναι τόσο σεξιστής. Δεν μοιάζει η κατάλληλη στιγμή για να της αποκαλύψει ότι μετά χαράς θα τη βοηθούσε να μετακομίσει – ή ότι θα τη φρόντιζε αν πάθαινε ελονοσία. Από την άλλη, ο ενθουσιασμός του Ραμπί απλώς ενισχύεται από το γεγονός ότι η Κέρστεν μοιάζει να μη θέλει ιδιαίτερη βοήθεια για το οτιδήποτε – με την αδυναμία να είναι, τελικά, μία γοητευτική προοπτική κυρίως για τους δυνατούς.
«Το θέμα είναι ότι οι μισοί στο τμήμα μου απολύθηκαν, άρα ουσιαστικά κάνω τη δουλειά τριών ατόμων» εξηγεί η Κέρστεν αφού κάθονται. «Χθες βράδυ τελείωσα στις δέκα, αν και ο βασικός λόγος είναι, όπως ίσως έχεις ήδη καταλάβει, ότι θέλω να ελέγχω τα πάντα».
Ο Ραμπί φοβάται τόσο πολύ μήπως πει το λάθος πράγμα, ώστε δεν βρίσκει κάτι να αναφέρει – από την άλλη όμως, επειδή η σιωπή παραπέμπει σε κάτι ανιαρό, οι παύσεις δεν γίνεται να έχουν μεγάλη διάρκεια. Καταλήγει να προσφέρει μια μακροσκελή περιγραφή για τον τρόπο με τον οποίο οι γέφυρες κατανέμουν το βάρος τους στα μεσόβαθρα, και συνεχίζει με μια ανάλυση για τις σχετικές ταχύτητες φρεναρίσματος των ελαστικών σε υγρές και στεγνές επιφάνειες. Η αδεξιότητά του αποτελεί τουλάχιστον ένα σύμπτωμα της ειλικρίνειάς του: συνήθως δεν αγχωνόμαστε όταν προσπαθούμε να αποπλανήσουμε κάποιον που δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Διαισθάνεται διαρκώς την αδυναμία του να διεκδικήσει την προσοχή της Κέρστεν. Η εντύπωση που έχει σχηματίσει για το ελεύθερο και αυτόνομο πνεύμα της τον τρομάζει και ταυτόχρονα τον διεγείρει. Εκτιμά την έλλειψη οποιασδήποτε καλής δικαιολογίας για να ασχοληθεί τρυφερά μαζί του. Κατανοεί απόλυτα ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα να της ζητήσει να τον αντιμετωπίσει με την καλοσύνη που υπαγορεύουν οι πολλοί περιορισμοί του. Στην περίμετρο της ζωής της Κέρστεν, εκείνος βρίσκεται στο απόγειο της σεμνότητας.
Ακολουθεί η βασική πρόκληση του να καταλάβεις αν το αίσθημα είναι αμοιβαίο, ένα ζήτημα σχεδόν παιδιάστικης απλότητας, παρ’ όλ’ αυτά ικανό να συντηρήσει ατελείωτες σημειωτικές μελέτες και λεπτομερείς ψυχολογικές εικασίες. Του έκανε ένα κομπλιμέντο για το γκρίζο αδιάβροχό του. Τον άφησε να πληρώσει το τσάι και τα πόπαντομ. Ήταν ενθαρρυντική όταν της ανέφερε τη φιλοδοξία του να ασχοληθεί ξανά με την αρχιτεκτονική. Από την άλλη, έδειξε να αισθάνεται άβολα, ακόμα και να ενοχλείται ελαφρά, στις τρεις περιπτώσεις που εκείνος επιχείρησε να οδηγήσει την κουβέντα στις προηγούμενες σχέσεις της. Ούτε και ανταποκρίθηκε στη νύξη του να πάνε σινεμά.
Τέτοιου είδους αμφιβολίες απλώς φουντώνουν την επιθυμία. Όπως έχει συνειδητοποιήσει ο Ραμπί, οι πιο γοητευτικοί άνθρωποι δεν είναι όσοι τον αποδέχονται αμέσως (όπου αμφισβητεί την κρίση τους) ή όσοι δεν του δίνουν ποτέ μια ευκαιρία (όπου καταλήγει να μέμφεται την αδιαφορία τους), αλλά εκείνοι που, για λόγους ακατανόητους –ίσως λόγω κάποιας ανταγωνιστικής ρομαντικής εμπλοκής ή μιας διστακτικής φύσης, μιας σωματικής δυσχέρειας ή μιας ψυχολογικής συστολής, μιας θρησκευτικής δέσμευσης ή μιας πολιτικής διαφωνίας–, τον αφήνουν να βολοδέρνει για ένα διάστημα.
Ο πόθος αποδεικνύεται, με τον δικό του τρόπο, εξαίσιος.
Τελικά, ο Ραμπί βρίσκει τον αριθμό του τηλεφώνου της στα έγγραφα του δήμου και, ένα Σάββατο πρωί, της στέλνει ένα μήνυμα λέγοντας ότι αργότερα θα έχει λιακάδα. «Το ξέρω» έρχεται σχεδόν αμέσως η απάντηση. «Πάμε βόλτα στον Βοτανικό Κήπο; Κ».
Κι έτσι καταλήγουν, τρεις ώρες μετά, να περιπλανώνται ανάμεσα σε ορισμένα από τα πιο ασυνήθιστα είδη δέντρων και φυτών, στον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο του Εδιμβούργου. Βλέπουν μια χιλιανή ορχιδέα, εντυπωσιάζονται από την πολυπλοκότητα ενός ροδόδεντρου και σταματούν ανάμεσα σε ένα ελβετικό έλατο και σε μια τεράστια καναδική σεκόγια, με τα κλαδιά της να ταράζονται από το ελαφρύ αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα.
Ο Ραμπί δεν έχει πια τη δύναμη να διατυπώνει τα ανούσια σχόλια που συνήθως προηγούνται τέτοιων γεγονότων. Έτσι λοιπόν, εξαιτίας μιας αίσθησης ανυπόμονης απόγνωσης, και όχι λόγω αλαζονείας ή κάποιου ειδικού δικαιώματος, κόβει την Κέρστεν στη μέση μιας φράσης, καθώς εκείνη διαβάζει από την επιγραφή με τις πληροφορίες –«Τα αλπικά δέντρα δεν πρέπει να συγχέονται με…»–, της πιάνει το πρόσωπο και πιέζει απαλά τα χείλη του στα δικά της, ενώ εκείνη αντιδρά κλείνοντας τα μάτια και τυλίγοντας τα χέρια της σφιχτά γύρω από τη βάση της πλάτης του.
Από το φορτηγάκι ενός παγωτατζή στην οδό Ινβερλίθ Τέρρας
ακούγεται μια απόκοσμη αναγγελία, μια καρακάξα κρώζει στο κλαδί ενός δέντρου
που έχει μεταφερθεί από τη Νέα Ζηλανδία και κανείς δεν προσέχει δύο ανθρώπους,
μισοκρυμμένους πίσω από εξωτικά φυτά, σε μία από τις πιο τρυφερές και
σημαντικές στιγμές στις ζωές και των δύο.
Κι όμως,
επιμένουμε πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι ακόμα σχετικό με την ιστορία
αγάπης. Οι ιστορίες αγάπης δεν ξεκινούν όταν φοβόμαστε μήπως ο άλλος είναι
απρόθυμος να μας ξαναδεί, αλλά όταν αποφασίζει ότι δεν έχει αντίρρηση να μας
βλέπει διαρκώς· όχι όταν έχει κάθε ευκαιρία να το βάλει στα πόδια, αλλά όταν
υπόσχεται σοβαρά να είναι δίπλα μας, και να αισθάνεται αιχμαλωτισμένος από
εμάς, για μια ζωή. Η αντίληψή μας για τον έρωτα πέφτει θύμα σφετερισμού και
εξαπάτησης από εκείνες τις πρώτες συγκινητικές στιγμές που διασπούν την προσοχή
μας. Έχουμε επιτρέψει στις ιστορίες αγάπης να τελειώνουν υπερ[1]βολικά σύντομα.
Δείχνουμε να γνωρίζουμε πάρα πολλά για το πώς ξεκινάει ο έρωτας και απερίσκεπτα
λίγα για το πώς μπορεί να συνεχιστεί….»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου