Ιστορίες μυθοπλασίας και ψυχοθεραπείας. Τίτλος: Η δυσφορία του να είσαι δυσάρεστος


Ιστορίες μυθοπλασίας και ψυχοθεραπείας.

                                               Τίτλος: Η δυσφορία του να είσαι δυσάρεστος 


«…Να μάθω να λέω αυτό που νιώθω, σημαίνει ότι θα νιώσω δυσάρεστα, να μάθω να λέω αυτό που νιώθω, σημαίνει ότι θα νιώσω ενοχές, να μάθω να λέω αυτό που νιώθω θα δω τους άλλους να στεναχωριούνται και δεν υπάρχει γιατρέ μου χειρότερο από δαύτο, να μάθω να νιώθω και να το λέω σημαίνει ότι θα φύγουν εκείνοι από την ζωή μου, μα πως να το αντέξω να το βλέπω αυτό;» θα ρωτάει στην συνεδρία εκείνος αλλά με ένα τόνο που θα καταλάβαινε κάποιος ότι μάλλον αναπτύσσει φωναχτά έναν εξωτερικό μονόλογο.

«Εσύ όμως αντέχεις τόσα χρόνια να στεναχωριέσαι βλέπω και να υποχωρείς. Τα βάρη στις σχέσεις σου τα έχεις κουβαλήσει μια χαρά και για σένα και για τους άλλους. Ξεκίνησες από την οικογένειά σου και τους γονείς να μην θές να του στενοχωρείς για να μην πάθουν ‘’κάποια καρδιά ή κάποιο εγκεφαλικό΄΄ και τώρα το νιώθεις με όλες τις άλλες ενήλικες σχέσεις σου; Δεν είναι ώρα τώρα να τα πετάξεις κάποια βάρη από πάνω σου;» θα πει ο θεραπευτής του από την  τρία τέταρτα θέση του απέναντι, που θα έλεγε κάποιος ότι ήταν λίγο πικάντικος στην ερώτησή του.

«Ε ναι, εγώ έτσι έχω μάθει. Ίσως απλά είμαι δυνατός, δεν ξέρω αν εκείνος θα το αντέξει αυτό. Έχω μάθει να αντέχω. Πάντα έτσι έκανα, πως να αλλάξω τώρα καλούπι, γίνεται γιατρέ μου; »

« Μπορεί να παίζει όμως και το άλλο: Μήπως δεν ξέρεις αν και εσύ θα αντέξεις να γίνεσαι δυσάρεστος; Μια χαρά βολικός ήσουν, έχει και αυτό τα καλά του, δεν λέω» θα απαντήσει ξανά ο θεραπευτής του με ένα τόνο που θα ορκιζόταν κάποιος ότι είχε σίγουρα μία πρόκληση στο τόνο και το ύφος.

Σε αυτές τις κουβέντες εκείνος ένιωσε νεύρα. Με τον θεραπευτή του. Κάπως κάθε φορά ενώ είχε φτιάξει μία τόσο δομημένη αφήγηση για να στηρίξει και σχεδόν να αποδείξει με τα τέλεια επιχειρήματα την ανημπόρια του να εκφράζει αυτό που νιώθει στις κοντινές σχέσεις με  ανθρώπους που τον δυσκόλευαν, τον θύμωναν ή τον στεναχωρούσαν, σε τέτοιες πάντα ατάκες του θεραπευτή που τις κοπανούσε σαν κεραυνούς, εξανεμιζόταν σε χρόνο ντε- τε και γίνονταν οριακά δικαιολογίες. Και αυτό διότι τον ξεβόλευαν. Του χαλούσαν το παραμύθι της αποποίησης ευθύνης. Όμως και την ίδια στιγμή, ήξερε κάπως θολά ότι αυτές οι κουβέντες που τον άγγιζαν στην ρίζα των συμπτωμάτων του αλλά και της βαρύνουσας ενοχής, ότι θα ήταν μία διέξοδος, που αν και επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο, άλλο τόσο φοβόταν και έτρεμε στην σκέψη και μόνο ότι κάποτε θα το έκανε.

Παρέμεινε σιωπηλός, δεν απάντησε στο θεραπευτή του. Ή μάλλον του έκανε μούτρα, δεν ξέρει. Ή μάλλον τον ευγνωμονούσε που τον ξεβόλευε, γιατί οσμιζόταν το νοιάξιμό του και το ότι ήθελε πραγματικά το καλό του. Αλλά και μία μπουνιά στο πρόσωπο θα του την έριχνε, που του πετούσε έτσι μία άλλη οπτική τόσο ωμά και ξεδιάντροπα. Αλλά την ίδια στιγμή, θα τον έπαιρνε και μία αγκαλιά, διότι κάπως ευχόταν στα μύχια της ψυχής του να μάθει να λέει όχι στους άλλους και ποτέ δεν το δοκίμαζε, ίσως από φόβο ότι θα τον απορρίψουν και θα μείνει μόνος.

Μετά από ώρα, θα βλέπει να δακρύζει, ο θυμός  είχε γίνει σμπαράλια.

«Φοβάμαι»

«Τι φοβάσαι;»

«Ότι αν πω σε εκείνον αυτά που με ενοχλούν και εκείνος μου προκαλεί, θα στεναχωρηθεί και  θα φύγει από την ζωή μου.»

« Το καταλαβαίνω, και η αλήθεια είναι αυτή»

«Τι εννοείς;» θα ρωτήσει όλο έκπληξη τον θεραπευτή του.

«Ότι μπορεί και να γίνει αυτό. Αν του μιλήσεις για όσα σε ενοχλούν και για όσα εκείνος σου προκαλεί και σε θυμώνει αντί να τα καταπίνεις μπορεί να στεναχωρηθεί. Μπορεί και να φύγει.»

«Ε τότε τι έρχομαι στην συνεδρία; Για να χάνω ανθρώπους; Ωραίοι είστε εσείς ρε οι θεραπευτές ρε! Σας πληρώνουμε για να μας ξεκάνετε! Είπαμε να γίνω καλύτερα όχι να διαλυθώ!»

«Έτερον εκάτερον. Αν θα στεναχωρηθεί εκείνος ή/ και φύγει επειδή είπες αυτά που νιώθεις δεν σημαίνει ότι δεν θα είσαι καλά. Τουναντίον…» θα μιλήσει ο θεραπευτής με ένα τόνο που θα τον έλεγες αρκετά μυστηριώδη.

«Μα πως θα είμαι καλά αν πω αυτά που πραγματικά νιώθω και ίσως ρισκάρω να τον στεναχωρήσω ή και εκείνος φύγει από την ζωή μου και τον χάσω;»

«Γιατί θα ρισκάρεις να χάσεις κάτι- που και ίσως να μην συμβεί και στην πραγματικότητα να βοηθήσεις και εκείνον να προσπαθήσει διαφορετικά για την σχέση σας και να εξελιχθεί- αλλά σίγουρα θα κερδίσεις κάτι που δεν έχεις» θα απαντήσει με εγκαρδιότητα ο μεσήλικας θεραπευτής, αναπαυμένος στην πολυθρόνα του κατά τα τρία τέταρτα, θέση τον έκαναν να μοιάζει πολύ πιο σοφός.

«Τι ακριβώς θα κερδίσω, με το να διώχνω ανθρώπους λέγοντας ακριβώς αυτό που νιώθω; » απαντά με περιέργεια και λίγο σαρκασμό εκείνος.

«Το πιο σημαντικό, το πιο σπουδαίο, αυτό για το οποίο διψάς και με πάθος αναζητάς. Τον εαυτό σου. Και όταν βρίσκεις τον εαυτό σου, θα είσαι αυθεντικός. Θα ανακαλύψεις τον εαυτό σου και την ζωή που κρύβεις μέσα σου για να την διεκδικήσεις και εκεί έξω. Και τότε θα μείνουν ή θα έρθουν αυτοί που πραγματικά θα σε αγαπάνε ακριβώς όπως είσαι και όχι όπως παρουσιάζεσαι για να θέλουν εκείνοι και να είναι βολικά και εσύ να βασανίζεσαι από ενοχές και ένα κάρο συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης…»

Εκείνος συγκλονίστηκε σε αυτή την δήλωση. Είναι σα να του πάτησε την αχίλλειο πτέρνα του, εκείνο το σημείο που για αυτό το λόγο πήρε τηλέφωνο, μία μέρα ένα χρόνο πριν για να κάνει ψυχοθεραπεία λέγοντας «Δεν ξέρω γιατρέ μου, ήρθα γιατί δεν ξέρω ποιος είμαι, που πάω, και ποιο το νόημα της ζωής μου. Νιώθω ότι έχω χάσει εντελώς την πορεία στην ζωή μου και είμαι χαμένος…»

«Δύσκολο αυτό που μου ζητάς γιατρέ μου. Δεν θα ήταν ωραίο οι άλλοι που μας κάνουν δύσκολη την ζωή να καταλάβαιναν κιόλας τι προκαλούν; Δεν θα έπρεπε να γίνεται έτσι; Φαίνεται άδικο, κάπως! Εμείς πρέπει να το κάνουμε αυτό για αυτούς;», θα του πει περιπαιχτικά και ίσως ψιλογκρινιάρικα.

«Ωραίο θα ήταν και εύκολο. Αλλά άλλο τι θα έπρεπε και άλλο τι συμβαίνει. Η ζωή όμως δεν έχει μόνο τις ευκολίες, έχει και τις προκλήσεις. Αλλά όχι δεν το κάνεις για εκείνους και συγκεκριμένα για εκείνον που θέλεις να του πεις αυτά που σε ενοχλούν. Για σένα το κάνεις. Για σένα έρχεσαι εδώ για ψυχοθεραπεία. Για την δική σου ζωή κοπιάζεις, για να την διακοσμήσεις με επιλογές στο πως εσύ θέλεις να είσαι και πως εσύ επιλέγεις την ζωή σου, παρά τα βιωματά σου και την ιστορία σου…» Και εκεί ο μεσήλικας θεραπευτής θα κάτσει πίσω για να αφήσει την τελευταία πρόταση και να προσκαλέσει τον συνομιλητή σε λίγες στιγμές σιωπής ώστε να επεξεργαστεί εκείνα τα λόγια πως επιδρούν μέσα του.

«Γιατρέ είναι δύσκολο να γίνεσαι δυσάρεστος. Ιδίως όταν δεν το θες και ιδίως όταν απλά θέλεις να μιλήσεις για το ποιος είσαι και πως νιώθεις σε ανθρώπους που ποτέ και εκείνοι δεν έδωσαν το χώρο ή δεν σε ρώτησαν…»

« Σε καταλαβαίνω, όμως η επιλογή σου ίσως είναι να μην στενεύεσαι σε σχέσεις που είναι σαν τα στενά και άχαρα  παντελόνια τζιν: Ίσως τώρα οι επιλογές σου να μοιάζουν σαν άνετες φόρμες που απλά θέλεις να νιώθεις άνετα εκεί μέσα, παρά στενεμένος και με σημάδια και κοκκινίλες από την πίεση του παντελονιού…»

Όλη αυτή την κουβέντα θα την αναμασά στο μυαλό του καθώς, μέρες μετά θα κατευθύνεται σε ένα καφέ να βρεί εκείνον και να μιλήσει για όσα τον ενοχλούν. Θα περπατά με μία δυσφορία, ένα άγχος, ένα φόβο παραμάσχαλα αλλά τα λόγια του θεραπευτή του θα τον οπλίζουν με μία καινούργια δύναμη και ένα πρωτόγνωρο κίνητρο ζωής. Δεν ξέρει πως θα πάει αυτή η συζήτηση με εκείνο το τόσο σημαντικό πρόσωπο που φοβάται να χάσει στην ζωή του με το να του πει πόσα τον έχουν πληγώσει και θυμώσει στη σχέση τους. Όμως ξέρει, κάπου εκεί βαθιά μέσα του, ότι μέσα από αυτή την συζήτηση θα βρει παραπάνω τον εαυτό του. Βιώνοντας κάτι που ποτέ δεν του έμαθαν να κάνει και έτσι ποτέ δεν έκανε και εκείνος: Μαθαίνοντας να αντέχει την ιδέα μέσα του να γίνεται δυσάρεστος στους άλλους και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται τον εαυτό του, τα όσα σκέφτεται, τα όσα νιώθει.


Από: Χριστίνα Πανταζή


*Οι ιστορίες είναι προιόν μυθοπλασίας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εμπνεύστηκαν από την πραγματικότητα. Who knows...




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις