ΜΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΠΥΞΙΔΑ
Σε ένα μικρό, απομονωμένο χωριό κάπου σε ένα ορεινό σημείο, ένας πάππους με ένα μικρό αγόρι βάζουν το μόλις φρέσκο και μυρωδάτο ελαιόλαδο στα μπετόνια τους:
Α: Ρε παππού να σε ρωτήσω κάτι;
Π: Ναι αγόρι μου.
Α: Διαβάζω πολλά παραμύθια και καταλαβαίνω, ότι σε εκείνα που έχουν καλό τέλος και "ζήσανε αυτό καλά και εμείς καλύτερα", η αγάπη πάντα νικά. Έτσι είναι στα αλήθεια;
Ρωτάει και τον κοιτά με εκείνη την αθώα ευγένεια της ψυχής που σαν μία απείραχτη πλαστελίνη δεν έχει πασπατευτεί ακόμη.
Ο παππούς διστάζει. Σταματά να βάζει λάδι στα μπετόνια τους. Του λέει να κάτσουν σε ένα πεζουλάκι, λίγο πιο πέρα με τα δέντρα ανάμεσά τους να δονούνται από τον αέρα όμορφα και νανουριστικά μεταξύ τους.
Π: Χμ, καλή ερώτηση. Η απάντηση στην ζωή, είναι πιο περίπλοκη βέβαια.
Α: Τι εννοείς; Δεν νικά πάντα η αγάπη στο τέλος;
Π: Στην πραγματικότητα, νικά. Αλλά όχι πάντα. Έχει ένα πολύ δυνατό εχθρό.
Α: Εχθρό; Ποιον;
Π: Τον Φόβο.
Το μικρό αγόρι δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Περίμενε δράκους και περίεργα απόκοσμα πλάσματα, αλλά ήθελε να μάθει.
Α: Δηλαδή τι τόσο τρομακτικό έχει ο φόβος; Σαν αυτό που φοβάμαι τα βράδια όταν σκέφτομαι φαντάσματα στο κρεβάτι;
Π: Ναι, κάπως έτσι. Ο φόβος ακινητοποιεί τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, όλοι έχουμε φόβους. Άλλοι τους ξεπερνάνε, με λίγη ή περίσσια δόση αγάπης και έχουν κουράγιο να τον ξεπεράσουν και άλλοι, όχι.
Α: Και γιατί στα παραμύθια ρε παππού, η αγάπη πάντα νικά;
Π: Γιατί πρέπει κάπου να πιστεύουμε, πως θα πάρουμε δύναμη; Όλοι το θέλουμε, αλλα δεν το μπορούμε όλοι. Ε τα παραμύθια είναι ένας τρόπος να μας δίνει δύναμη να το κάνουμε.
Α: Δηλαδή μπορεί να είναι τόσος δυνατός ο φόβος που οι άνθρωποι στη πραγματικότητα να μην ευτυχίσουν;
Π: Μπορεί.
Το αγόρι όντως μπερδεύτηκε. Είχε διαβάσει τόσες ιστορίες σε παραμύθια, με τόσο καλό τέλος, που δεν περίμενε αυτή την απάντηση.
Α: Και εγώ πως θα καταλάβω αν θα με νικάει ο φόβος ή η αγάπη, όταν μεγαλώσω;
Π: Θα κοιτάς την καρδιά σου. Θα δεις αν τα μάτια σου βλέπουν αυτό που καρτερεί η καρδιά σου. Αυτή θα είναι η πυξίδα σου. Θα φοβηθείς αλλά και θα αγαπήσεις. Όμως το ποιο νικά, θα το μετράς με τον τρόπο που σου είπα.
Α: Εσύ με αγαπάς ή με φοβάσαι;
Είπε το αγόρι μιας που του γεννήθηκε η απορία.
Π: Φυσικά και σε αγαπάω!
Και τον πήρε μία μεγάλη αγκαλιά όπου το αγόρι χαμογέλασε πλατιά. Μάλλον, σκέφτηκε, και ο παππούς θα είχε δώσει τις δικές του μάχες και θα κοίταγε την καρδιά του για να δει που κοιτάνε τα μάτια του.
Οι δυο τους συνέχιζαν να βάζουν το μυρωδάτο λάδι στα μπετόνια τους.
Και το αγόρι, έπειτα από πολλά χρόνια, όταν θα είναι άντρας και ο παππούς θα έχει φύγει για άλλους κόσμους, θα γυρνά πίσω σε εκείνες τις στιγμές για να θυμάται, όταν θα συναντά στους ανθρώπους αλλά και μέσα του τον φόβο και την αγάπη, να μην ξεχνά ποτέ αυτή την συζήτηση και να κοιτά την καρδιά του για να δει αν συντονίζονται με τα μάτια του.
Από: Χριστίνα Πανταζή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου