ΠΕΣ ΜΟΥ, ΠΟΙΟ ΦΟΒΟ ΑΓΑΠΗΣΕΣ ΠΑΛΙ;




 "Ο Ηρακλής ξαπόστασε για μια στιγμή κουρασμένος και απηυδυσμένος για τον ανέξοδο αγώνα του. Κάθε φορά που έκοβε το ένα κεφάλι στη Λερναία Ύδρα, άλλα δύο έκαναν την εμφάνισή τους. Όσο και αν προσπαθούσε, όσο και αν αύξανε τη δύναμη και τη συχνότητα των κοψιμάτων, το αποτέλεσμα έμοιαζε απογοητευτικό που τον έκαναν μικρό και αδύναμο. Μέσα στη σιωπή  και στον εσωτερικό του στοχασμό συνειδητοποίησε  ότι χρειαζόταν να αντιμετωπίσει το μεσαίο κεφάλι που ήταν  αθάνατο και αιώνιο για να μπορέσει να αποτινάξει και τα υπόλοιπα από πάνω του. Έτσι πήρε την  απόφαση και επιτέθηκε κατευθείαν στο αθάνατο κεφάλι κόβoντάς το και θάβοντάς το σε ένα τεράστιο λάκκο και τα υπόλοιπα κομμένα κεφάλια τα καυτηρίασε με πυρσούς, νικώντας μια για πάντα τη Λερναία Ύδρα."


Ο αγώνας του  ημίθεου Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα μου φέρνει στο μυαλό τους γήινους δικούς μας,  εσωτερικούς αγώνες. Συναισθηματικούς και υπαρξιακούς.

 Κάπως έτσι δεν συμβαίνει και με τους φόβους μας ;

Έχουμε ένα βασικό φόβο στη ζωή μας. Να ζήσουμε, να ρισκάρουμε πέρα από το όριο των δικών μας απαγορεύσεων και ανασφαλειών και σε αυτό το φόβο που είναι βαθιά ριζωμένος και συνομήλικος με εμάς, δημιουργούμε κάθε φορά ένα συρφερτό άλλων φοβιών για να αποπροσανατολιζόμαστε από αυτό που μας εγκλωβίζει και μας θλίβει. Φοβίες που όσο επικεντρωνόμαστε σε αυτές εμμονικά,  χαωνόμαστε με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται γύρω μας και σταδιακά να νιώθουμε τον εαυτό μας κάθε φορά πιο αβέβαιο, πιο διχασμένο, πιο απομονωμένο και τελικώς,  προδιαγεγραμμένα δυστυχισμένο σε μια κινούμενη άμμο από υψηλές και ανέφικτες προσδοκίες που δεν επιτελέσαμε και από μια άλλη ζωή που φανταστήκαμε , από ενοχές και αμφισβητήσεις για τον εαυτό μας για αυτό που δεν κατάφερε να γεμίσει εσωτερικά και τέλος από μοναξιά και αποξένωση γιατι πετύχαμε να ζούμε μέσα μας με ένα ξένο , με ένα άγνωστο που δεν γνωρίζουμε . Τον εαυτό μας.

Αγαπάμε και φροντίζουμε τους φόβους μας με συνέπεια να ξεχνάμε και να αποκόπτουμε τον εσωτερικό διάλογο, μια ασφαλή διέξοδο που θα μας φώτιζε το δρόμο στα θέλω και στην επιδίωξη μιας ζωής με νόημα, αυθορμητισμό και εμπιστοσύνη αλλά όχι! Aρκούμαστε στο ψυχαναγκασμό και στα πρέπει , στον άκρατο παρορμητισμό με τον βίαιο ξέσπασμά του και  στα δεσμά που εσωτερικεύσαμε από τους άλλους και έγιναν πλέον ιδιοκτησία μας. Και καταλήγουμε ξέπνοοι στο ξέφωτο της αποξένωσής μας να αναρωτιόμαστε: Και τώρα τι κατάφερα, για ποιο λόγο ζω; Τι αισθάνομαι, αν αισθάνομαι; Αναβλύζει μέσα μου αίμα που να ζητάει Ζωή ή μεταμορφώθηκα σε ρομπότ από εξαναγκασμούς, ρουτίνες και άσκοπες συνήθειες, άχρωμους ανθρώπους, σχέσεις με βαριές αλυσίδες; Αυτό το σενάριο, θα είναι η ζωή μου; 

Όσο και αν τον αντιπαλέψουμε, ο φόβος μοιάζει με Λερναία Ύδρα- ώσπου να κόψουμε το ένα κεφάλι έχουν ήδη εμφανιστεί άλλα δύο. Πιστεύουμε ότι έχουμε απαλλαγεί αλλά , να πάλι, που βρισκόμαστε με τα εσωτερικά μας όρια: Ένα αδηφάγο τέρας που δεν το βάζει εύκολα κάτω: κάτι που πάει αντίθετα στο ρεύμα και δεν χαλαρώνει ποτέ.

Οι φόβοι όμως από μόνοι τους δεν είναι το πρόβλημα. Ούτε γενικότερα οι συναισθηματικές δυσκολίες που εμφανίζονται είναι το μέλημα. Ούτε και φταίμε που ήρθαν στο δρόμο μας. Το πρόβλημα είναι τι σχέδιο ζωής καταστρώνουμε , τι στρατηγικές επιλέγουμε ανάμεσα σε ενδεχόμενες άλλες, τι επιλογές επαναλαμβάνουμε με αποτέλεσμα να βιώνουμε ένα διαρκές  και παρατεταμένο  άγχος και φόβο για αυτό που αγνοούμε, για αυτό που δεν αντιμετωπίσαμε ακόμη, για αυτό που κατασκευάσαμε αλλά δεν υπάρχει έξω. 

Βάζουμε θόρυβο γύρω μας και μέσα μας για να μην αφουγκραζόμαστε αυτά που μας φοβίζουν. Ξεσπάμε σε ακραίες συμπεριφορές με αλκόολ και ουσίες, είμαστε σε  επαφή με κόσμο μη τυχόν και υπάρξει δευτερόλεπτο που βρεθούμε μόνοι, στριμώχνουμε στο καθημερινό μας χρόνο σε εργασιομανία, συνήθειες και δραστηριότητες για να τραβήξουμε από το μαλλί τη τελειομανία μας και την δίψα μας για αναγνώριση από τους άλλους, αλλά σε αυτούς τους άλλους λησμονήσαμε την ανάγκη να αναγνωριστούμε από εμάς τους ίδιους.  Να δώσουμε εμείς στον εαυτό μας  την επιβεβαίωση που μας στερήθηκε ότι αξίζουμε έτσι ακριβώς όπως μας έπλασε η φύση. 

Η Κατρίν Μπερνσαίντ στο βιβλίο της «Η μουσική των αγγέλων» καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα. Φόβοι, παρατεταμένο άγχος που στοιχειώνει την ύπαρξή μας, φοβίες που κλέβουν τις μικρές μας απολαύσεις. Ανάβουμε το φως και αφήνουμε να μπει μέσα όλη η ηχορύπανση και η χαβούζα της έξω καθημερινότητας. Βολικό, γιατί έτσι κλείνουμε τα αυτιά στη δική μας εμποδίζοντας από τον εαυτό μας να έρθουμε ενώπιος ενωπίω με το πρόσωπο που αγνοούμε και που δεν είναι άλλο από το πρόσωπο που κάθε πρωί αντικρίζουμε στο καθρέφτη. Κλεινόμαστε σε αυτό που θα μπορούσε να ταράξει την ύπαρξή μας. Αρνιόμαστε κατηγορηματικά να αφήσουμε να διεισδύσει στο πνεύμα μας ό,τι θα μπορούσε να το αναστατώσει. Και αρνούμενοι να ακούσουμε τη εσωτερική μας φωνή, τη κάνουμε να σωπάσει.

Και αυτό που μένει είναι ένα εγώ διστυχισμένο για αυτο που κατάντησε, ένα εγώ που έχει επίγνωση μόνο των περιορισμών και των μειονεκτημάτων, ένα εγώ συνεχώς αντιμέτωπο με τη δυσκολία να υπερβεί τους φόβους του και κατεπέκταση, τον εαυτό του. Και μετά απορούμε για την αυτοεκτίμηση που δεν έχουμε, όταν δεν δίνουμε τα μέσα, μέσα μας να πατήσει γκάζι και να πάει μπροστά, να ξεφύγει από τη πεπατημένη και να σπάσει τα φρένα που επιβάλλουμε. Παραμένουμε στη καρικατούρα που έχουμε μπροστά μας και δεν του αφιερώνουμε ούτε μια στάλα κουράγιο, έτσι για αρχή ή για πειραματισμό.

Θυμάμαι μια ιστορία που έμεινε ανεξίτηλη και αποτελεί ένα σοφό οδηγό και για τη ζωή μου. Μια γυναίκα στα 60 της, συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν μπόρεσε να δώσει στα παιδιά τη μητρική αγκαλιά, αναγνώριση και αγάπη γιατί μια ζωή το μυαλό της ήταν απασχολημένο από το πως θα τα βγάλει οικονομικά πέρα, από νούμερα και αριθμούς , από λογαριασμούς, από ψυχαναγκασμούς και συνεχή δουλειά για να συμπληρώσει τα απαραίτητα ένσημα ώστε να ζήσει μια ζωή ήρεμη με πρόωρη σύνταξη κάποτε. Μια ζωή περίμενε για μια ζωή που κάποτε θα έρθει. Ο σύζυγός της δεν ήταν δίπλα της , την παραμελούσε και δεν δούλευε όποτε αυτή είχε πάρει το βάρος και των δύο για τα παιδιά της, πιστεύοντας ότι κάποτε θα έχει τη ζωή να ζήσει με την οικογένειά της. Μια ζωή ο νους της περιπλανιόταν στο άγχος, έχανε το κάθε δευτερόλεπτο της ζωής της, τα παιδιά ποτέ δεν τα συνόδευσε στη εξέλιξή τους γιατί συνεχώς δούλευε και δεν τα έζησε με τις ανησυχίες, τις ιδέες τους, τα συναισθήματά τους, τα βιώματά τους. Δεν είχε κάνει ποτέ τα ταξίδια που αγαπούσε από μικρή, δεν έκανε ποτέ την επανάσταση της στον σύζυγο που αδιαφορούσε από φόβο μη μείνει μόνη, δεν αφέθηκε ποτέ στα συναισθήματά της και τα θέλω της όταν ήταν στο άνθος της ηλικίας της και δεν είδε ποτέ της τα παιδιά της να μεγαλώνουν. Στα 60 τής, τα παιδιά της είχανε γίνει πλέον ενήλικα με δικές τους οικογένειες, είχαν φύγει από το σπίτι, τα ένιωθε πιο μακριά από ποτέ συναισθηματικά  και στεναχωριόταν γιατί βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο που δεν θα κατάφερνε ποτέ να λύσει. Είχε πάρει τη σύνταξή της, ο χρόνος της ήταν άπειρος πλέον αλλά η μοναξιά της ήταν παντού και πάντα και ένας χρόνος που μετρούσε αντίστροφα πλέον. Τότε κατηγορούσε τα παιδιά της ότι δεν την αγαπούσαν, απαιτούσε προσοχή, παρακαλούσε για αγάπη και καταλάβαινε με πλήρη θλίψη ότι έζησε μια ζωή στην στο φόβο,  στην αναμονή, στο περίμενε, στο κάποτε, ενώ η Ζωή την περίμενε να ζήσει το τώρα, το ρίσκο, το θέλω της. Και το πλήρωσε με περίσσια θλίψη και απογοήτευση. Τότε διαπίστωσε ότι αυτό που περίμενε μια ζωή ήταν να γνωρίσει και να βιώσει τον εαυτό της που για χρόνια απέφευγε και έτρεχε μακριά του. 

Η ιστορία τελειώνει εκεί. Δεν θα είχε νόημα να δώσουμε ένα τέλος σε αυτή την ιστορία είτε ευτυχές ή καταδικασμένο. Το νόημα έγκειται στο να δίνουμε χώρο στα συναισθήματά μας όσο άσχημα και αν είναι να εκφραστούν, να επικοινωνούμε με τους φόβους μας , να ακούμε τις επιθυμίες μας και τις ανάγκες μας και να μη περιμένουμε από τη μοίρα, από το άγνωστο έξω από μας να μας ανταμείψει κάποτε.  Να κάνουμε τον εαυτό μας τον αιώνιο σύντροφο και να του μιλάμε όποτε νιώθουμε να χάνουμε το δρόμο μας ρωτώντας τον πως νιώθει, τι θα ήθελε και τι δεν έχει τώρα. Να βυθιζόμαστε στη σιωπή μας αναπτύσσοντας τον εσωτερικό διάλογο που θα μας φωτίσει το δρόμο της ζωής, μιας ζωής γεμάτη από προοπτικές, αισιοδοξία, συναισθήματα, ανάγκες που θα τις θρέφουμε και δεν θα τις απαξιώνουμε.

Να προσεγγίσουμε το φόβο που αγαπήσαμε, που τον κάναμε κτήμα μας και κατέληξε να μας τυραννά και έγινε ένας παντεπόπτης οφθαλμός σε κάθε κίνησή μας. Να τον γνωρίσουμε, να τον καταλάβουμε και να τον δεχτούμε ώστε βρούμε το αθάνατο κεφάλι του ανάμεσα στα άπειρα , παραλλαγμένα άλλα και να τον εξοντώσουμε με όπλο τη θέλησή μας για ζωή. Για μια ζωή που θα απολαμβάνουμε, που θα τη νιώθουμε, που θα ικανοποιούμαστε και όχι μια ζωή που θα μας προσπερνά χωρίς να τη βλέπουμε περιμένωντας κάποιον, κάπου, κάποτε που θα μας λυτρώσει

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις