Φτου Ξε-λευτερία, φτου Ξε-κούραση!

      «Μα δεν μπορώ να ξεκουραστώ!» «Μα πρέπει να κάνω παιδί και ταυτόχρονα πρέπει να δουλεύω εκατό ώρες, πρέπει να συγυρίσω το σπίτι, πρέπει να έχω και χόμπι, θα μπω στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης  να περάσω το χρόνο μου (με ένα πρέπει και αυτό) γιατί νιώθω ότι μένω πίσω, πρέπει πρέπει πρέπει! Πρέπει να είμαι παραγωγική! Παρόλα αυτά, νιώθω ότι καταρρέω, το σώμα μου δεν μπορεί, βγάζω πολλά συμπτώματα άγχους ή ξεσπάω τα νεύρα μου σε άλλους, βγάζω ψυχοσωματικά, άλλες φορές μπορεί να στρέφομαι σε μία τακτική σχέση με ένα καλό κρασί τα βράδια ή στην υπερκατανάλωση φαγητού και πολλά άλλα!» «Μα δεν μου επιτρέπεται να μην μπορώ! Πάντα αυτό άκουγα από τους γονείς! Και εκείνοι δουλέυανε από τα 15 τους! Τι; Εγώ τώρα θα δουλεύω λιγότερο;” “Κανείς δεν πάει μπροστά με το να τεμπελιάζει! Θα ξεκουραστούμε ότι γίνουμε ηλικιωμένοι ή ακόμη χειρότερα…όταν συγχωρεθούμε! Τώρα ως νέοι πρέπει να δουλεύουμε!» “ Δεν έχω μάθει να λέω όχι σε δουλειές, δεν έχω μάθει να λέω όχι…»

    Πόσες τέτοιες εκφράσεις έχουμε πει οι ίδιοι, ή έχουμε ακούσει; Πόσο τέτοιες εκφράσεις μέσω του λόγου προωθούν στην ουσία την διαρκή εργασία, την διαρκή επίτευξη της αποδοτικότητας, της επίτευξης, του να «βάζω και άλλους και άλλους στόχους χωρίς να έχουμε εντοπίσει αν έχουμε κουράγια να συνεχίσουμε ή χρειάζεται λίγο να αναπαυτούμε;” Φυσικά αυτό εναρμονίζεται και με πολιτικές που μας ωθούν να δουλεύουμε 6ήμερα ή αξιακά να μας ωθούν να θεωρούμε πολύ σπουδαίο «το να δουλεύουμε όλη μέρα!»  Σίγουρα έχετε ακούσει «αυτός είναι πολύ δουλευταράς! Μπράβο του! Δουλεύει 10 και 12 ώρες την ημέρα!»

     Και πόσες φορές βλέπουμε το σώμα μας να καταρρέει; Πόσο έχουμε αποσυνδεθεί από τις σχέσεις μας, από τις στιγμές απόλαυσης, από την ξεκούραση, από την ηρεμία; Πόσο ενοχικά καταρχάς αντιμετωπίζουμε εσωτερικά μέσα μας και εκεί έξω στο κοινωνικό επίπεδο την μείωση της δουλειάς «ως τεμπελιά και μη παραγωγικότητα»; Πόσο δυσκολευόμαστε να αποσυνδεθούμε από την εργασία και έτσι ταυτόχρονα να συνδεθούμε με την γαλήνη, ηρεμία, πιο βαθιά σύνδεση με τον εαυτό μας και τις σχέσεις;  Με την απόλαυση, με τις όμορφες στιγμές, με την λεγόμενη «ποιότητα ζωής»;

     Φυσικά δεν είναι ακριβώς για όλους έτσι αν και η υπερεργασία μπαίνει σε όλους και με διαφορετικό τρόπο και νόημα σε ομάδες με διαφορετικά ταξικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Ο άνθρωπος που ζει με το βασικό μισθό στην Ελλάδα σήμερα, δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο από το να δουλεύει 2 και 3 δουλειές για να βγάλει τα προς τα ζην του. Ως πιο κοινωνικο οικονομικά ευάλωτος, δεν έχει το σθένος να αντισταθεί σε αυτό, να διαμαρτυρηθεί! Πως να το κάνει, αφού πρέπει να ζήσει εκείνον ή και άλλους ανθρώπους. Η φτώχεια από μόνη της αποτελεί μία κακοποιητική και δυσβάσταχτη συνθήκη που δεν σου επιτρέπει να αξιολογήσεις τις συνθήκες καθαρά. Ο πιο ευκατάστατος και προνομιούχος, παρά το γεγονός ότι μπορεί να ζήσει και με λιγότερα, δεν θα το κάνει γιατί θέλει και περισσότερα, γίνεται με την υπερεργασία ολίγον σε μία φάση «υπερφαγική» να κάνει και άλλα και άλλα και ακόμη περισσότερο. Η πολιτική, οι επιχειρήσεις, το σύστημα που μας ωθεί να δουλεύουμε όλο και περισσότερο και να μας απομυζούν, αντί να παράγουμε και να νιώθουμε καλά μέσα σε αυτό.

     Νέα παιδιά στις καλοκαιρινές σεζόν δουλεύουν σε εξαντλητικά ωράρια, νέα παιδιά σπουδάζουν πάρα πολλά χρόνια και έχοντας ήδη φτάσει στην 3 δεκαετία έχουν ήδη βγάζει πλείστα συμπτώματα εξουσθένωσης σε κάθε πεδίο της ζωής τους. Οι γονείς και παλαιότερες γενιές αν και οι ίδιοι εξίσου ταλαιπωρημένοι από την ζωή, δύσκολα να αντιληφθούν ότι τα παιδιά τους κουράζονται, γιατί και εκείνοι κάποτε κουράζονταν, αλλά ποτέ δεν είπαν κατι και ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκαν (λες και είναι κακό να διαμαρτύρεσαι και μέσα από αυτό να διεκδικήσεις άλλωστε!) Άλλα δουλεύουν και παίρνουν πολύ λίγα χρήματα που είτε θα είναι ψυχολογικά επιβαρυμένοι είτε θα αναγκάζονται να υπερεργάζονται και το σύστημα μας ωθεί αλλά και μπαίνουμε σε έναν αέναο φαύλο κύκλο που πολλοί από αυτούς καταλήγουν στα ψυχοθεραπευτικά μας γραφεία με ένα τελικό σκοπό: να μπορέσουν λίγο ανασάνουν, να ξεκουραστούν, να μπορέσουν να απολαύσουν, να κοιμηθούν, να μην έχουν τόσο άγχος, να μπορέσουν να κάνουν σεξ, να μπορέσουν να μην υποπέφτουν σε ουσίες για να ηρεμούν ή στο αλκοόλ, να βρούν λίγη καλύτερη ποιότητα ζωής, να συναντηθούν με την Ζωή.

   Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο δουλεύουμε και ξεπερνάμε τα σωματικά και ψυχικά όρια μας, τόσο περισσότερο εξαντλούμαστε. Αυτό βγαίνει με το να είμαστε συναισθηματικά αποσυνδεδεμένοι από τις σχέσεις (πόσο στο βίωμα πολλών ανθρώπων είχαν γονείς και ιδίως πατεράδες που ήταν απών από το μεγάλωμά τους γιατί έπρεπε- ή δεν έπρεπε τόσο- να λείπουν όλη μέρα από το σπίτι). Πόσοι άνθρωποι το σώμα τους βγάζει ψυχοσωματικά, στρες, κατάρρευση με κατάθλιψη, αυτοάνοσα, διαταραγμένη σχέση με το φαγητό , με τα ναρκωτικά και πλείστα άλλα δύσφορα καμπανάκια που βγάζει ο νους, το πνεύμα και το σώμα διότι ταλαιπωρείται και νιώθει την κακομεταχείριση; Πόσο δεν μπορούμε πολλές φορές από αυτό και εγκλωβιζόμαστε;

   Πόσο πολύ λαχταρούμε μία γαλήνια παραλία, ένα ωραίο φαγητό, το άκουσμα μίας ωραίας μουσικής ένω αράζουμε, να ζωγραφίσουμε, να ασχοληθούμε με την διακόσμηση του σπιτιού ή να ασχοληθούμε με το μικρό κήπο, να διαβάσουμε ένα βιβλίο, να αγκαλιαστούμε τρυφερά και να χουζουριάσουμε με το ερωτικό σύντροφό μας στο κρεβάτι, χωρίς να πρέπει να μπει μπροστά η μηχανή μέσα μας για το υπόλοιπο της μέρας μας; Ή να ευχαριστηθούν το μεγάλωμα των παιδιών τους και να μην είναι μια φορτική εργασία; Πόσο έχουμε εγκλωβιστεί όλα στο βωμό της υπερεργασίας και πόση ενοχή πολλοί θα βιώσουν όταν θα έρθουν σε επαφή με την απόλαυση, με την ηδονή, με την τεμπελιά, με την ξεκούραση.

    Η διαδικασία της ξεκούρασης αποτελεί μία ελευθερία. Ένας απεγκλωβισμό από μία καταναγκαστική τάση – αλλά και τάση επιβίωσης – για μία ζωή που επιθυμούμε περισσότερο με ποιότητα. Που δεν θα σπαταλούμε ζωή και τον παράγοντα χρόνο, αλλά θα την κερδίζουμε μέσα από μικρές στιγμές που θα μπορούμε να είμαστε παρόντα εκεί και ούτε θα είμαστε σε μία συνεχή τσίτα, διάσπαση, υπερδιέγερση, κατάρρευση ή συναισθηματικά απόντα και συνέχεια παραπονεμένοι και εξαντλημένοι.

    Δεν είναι διόλου εύκολο ωστόσο να κατευθυνθούμε προς την διαδικασία να επιλέγουμε και την ξεκούραση. Είτε γιατί ποτέ από την ιστορία της ζωής μας κανείς δεν μας το έμαθε, είτε γιατί οι οικονομικές και κοινωνικές κτλ συνθήκες δεν μας το επιτρέπουν και μας δυσκολεύουν να το αναζητήσουμε είτε γιατί η ενοχή από πίσω που κρύβει η ξεκούραση και η σκέψη «ότι θα μείνουμε στάσιμοι και πίσω» μας εμποδίζει από το να πειραματιστούμε και να επιτρέψουμε και λίγο να αφεθούμε. Να τεμπελιάσουμε. Και πόσο και η λέξη τεμπελιά έχει συνδεθεί με αρνητικό συναισθηματική χροιά και στίγμα; Και έτσι αφού από πλείστους λόγους μας έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα στην τεμπελιά, στο άραγμα, στην απόλαυση που έρχεται και μέσα από αυτά, τείνουμε να ζούμε συνέχεια στην επιβίωση. Είτε την πραγματική είτε και την συναισθηματική βιώνοντας συνέχεια καμπανάκια και απειλές στο ψυχικό, πνευματικό και σωματικό κομμάτι του οργανισμό μας.

    Και μετά έρχεται μία κατάρρευση, μία ασθένεια, ένα οδυνηρό γεγονός που θα μας φέρει σε μία μεγάλη επαφή με την ανημπόρια μας. Πόσες φορές έχουμε αρρωστήσει από μία σοβαρή ίωση που μας ανάγκασε εκείνη να πάρουμε άδεια από την δουλειά (ή δουλεία) και τότε συνειδητοποιήσαμε πόσο ανάγκη είχαμε την ξεκούραση; Πόσο ατρόφησε το ανοσοποιητικό μας σύστημα και δεν έχουμε τις κατάλληλες άμυνες να αντέχει; Αλλά πρέπει το σώμα να μας το επιβάλλει και εμείς δεν παίρνουμε πιο συνειδητά αυτή την σοβαρή απόφαση για την ζωή μας. Δηλαδή στο να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε πόσο κουραζόμαστε και πόσο μέσα στην ζωή είναι και η διαδικασία των διακοπών. Της παύσης. Της ξεκούρασης, της απόλαυσης, της επαναφόρτισης, της αυτοφροντίδας.

   Η ξε-κούραση είναι μία ξε-λευτερία στην εποχή της υπερεργασίας. Είναι ένα καταφύγιο που μπορεί πολύ να φοβόμαστε αν δεν το έχουμε μάθει στην αρχή αλλά αν το πειραματιστούμε όλο και περισσότερο και αντέξουμε σε ότι σκέψεις και αγωνίες αναδύονται, να δούμε τελικά ότι επιστρέφουμε ξανά σε όλα αυτά που «χρειάζεται να εργαστούμε» με μεγαλύτερη διάθεση, όρεξη, αποδοτικότητα. Δεν είναι διόλου τυχαίο που σε γίγαντες επιχειρήσεις και διάφορα πεδία των επιστημών εξερευνούν το να βάλουν σε εφαρμογή το να δουλεύουν οι άνθρωποι 4 ημέρες και να έχουν χρόνο να ξεκούραση. Βλέπουν ότι και οι άνθρωποι δουλεύοντας πιο ποιοτικά και έχοντας χρόνο για ξεκούραση, απόλαυση, αποσύνδεση στην τελική θα είναι και πιο αποδοτικοί για αυτούς. Όμως στην Ελλάδα ως κουλτούρα είμαστε ακόμη πάρα πολύ μακριά από αυτό είτε σε επίπεδο νόμων και πολιτικών είτε στην καθημερινότητα και τις αξίες και τις πεποιθήσεις που φέρουμε.

   Η υπερεργασία είναι μιάς μορφής φυλακής και επιβίωσης. Ποτέ μίας μορφής απόλαυσης. Μπορεί για ένα διάστημα κάποιος να το επιλέγει για πλείστους λόγους αλλά σε μακροχρόνια βάση δημιουργεί εξάντληση στο σώμα, στο πνεύμα, στη ψυχή, στην καθημερινότητά μας. Μας κάνει να ζούμε μία ζωή δύσφορη και γεμάτη στρές. Μας γεμίζει με αποσύνδεση και μας παίρνει πολύτιμες στιγμές ζωής. Καταλήγουμε να δίνουμε για χρόνια συνεχή σπρίντ χωρίς να σταματάμε και έχουμε αφήσει την ζωή πίσω. Γιατί την έχουμε ξεχάσει και πολλές φορές γιατί καταβάθος, δεν ξέρουμε γιατί τελικά τρέχουμε και τι προσπαθούμε να προλάβουμε.

    Στην ανάπαυση έρχονται και τα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα που όλους, ως οικουμενικά μας απασχολούν: ποιος είμαι και ποιος θέλω να είμαι; Που πάω και ποια επιθυμώ να είναι η ζωή μου; Με ποιους και τι θέλω να έχω και τι δεν θέλω να έχω; Ερωτήματα που στο βωμό της υπερεργασίας και της απομάκρυνσης από την παύση και την ξεκούραση μας αποσυνδέουν από τον βαθύτερο εαυτό μας και χάνουμε τις πυξίδες για το πώς εμείς θα θέλαμε να συνεχίσουμε την ζωή μας. Στο νόημα που εμείς – και όχι οι άλλοι ή οι κοινωνικές επιταγές- θα θέλαμε να δώσουμε για να μπορούμε να έχουμε στην ζωή σε μία ζωή που σε εμάς να βγάζει άκρη και να μας ικανοποιεί. Να μας κάνει να νιώθουμε επαρκείς.

 

Από: Χριστίνα Πανταζή





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις