Το ξύπνημα
Το απόσπασμά αποτελεί καθαρή μυθοπλασία. Δεν γνωρίζω
πραγματικά κάποιον Θάνο στα 50 του που βιώνει αυτό το δράμα. Όμως γνώρισα
πολλούς ανθρώπους που ήρθαν σε επαφές με σκληρές αλήθειες όταν για χρόνια
ζούσαν κάτω από τον προστατευτικό κλοιό της άρνησης, του όλα πάνε φίνα και όλα
είναι τέλεια να τους κρατά ασφαλείς και
απόλυτα ελεγχόμενους. Εύχομαι σε όλους αυτούς να βρούν το κουράγιο, όπως ο
υποθετικός ήρωας να βιώσουν το ξύπνημα. Και έτσι να διεκδικήσουν μία δική τους
ζωή.
Ο Θάνος κάποτε, ξύπνησε ένα πρωί και δεν
έβγαζε νόημα. Ήταν ένα κενό πρωινό.
Μα, κάτσε, πάντα η ζωή του ήταν σε τάξη,
έκεί όλα ήταν σαν ένα τοπίο που όλα ήταν στην θέση τους, φανταζόταν ότι όλα θα
μείνουν για πάντα εκεί, πώς έγινε αυτό τώρα; Τι συνέβη;
Ένα
άδειο σπίτι. Η σύντροφος δεν ήταν εκεί δίπλα στο κρεβάτι που πάντα νόμιζε. Η
γάτα δεν έρχεται για τα καθημερινά πατουσάκια. Οι φίλοι έχουν απομακρυνθεί
καιρό. Τα συναισθήματα του που πήγαν; Ο
καφές γιατί στο δοχείο είναι σαπισμένος; H δουλειά που αφιέρωνε τόσες πολύωρες
εργασίες γιατί δεν τον εμπνέει; Ένα σοκ τον διαπερνά και τον παγώνει. Δεν
μπορεί, θα είναι ένα όνειρο, εκλιπαρεί να ξυπνήσει. Το κενό μοιάζει ψυχρό σα να
είναι γυμνός στην μέση της Ανταρκτικής. Σα να μην νιώθει και τίποτα.
Η μουσική δεν ακούγεται από τα ηχεία, οι
πίνακές που είναι κρεμασμένοι στο τοίχο δεν αποτυπώνουν τελικά τίποτα, τα
τηλέφωνα με τους υπερήλικες γονείς τελικά είναι ένα «τι έφαγες, τι καιρό κάνει,
έλα να κουτσουμπολεύσουμε τους γείτονες που τα έκαναν όλα σκατά», οι γείτονες
στην δική του γειτονιά δεν είναι τόσο ομιλητικοί όσο πίστευε, η μεγαλούπολη όχι
τόσο εξιδανικευμένη όσο την είχε. Πλέον μυρίζει κατουρλιό, ηχορύπανση, σπασμένα
πεζοδρόμια και γεμάτο διοξείδιο του άνθρακα. Η δουλειά και αυτή πλέον τον κούρασε, αλλά
κάποτε είχε μεγαλειώδεις προσδοκίες. Όλα φάνταζαν κάποτε βασιλικά, τώρα τι συμβαίνει;
Τα όνειρα δεν ήταν τελικά αυτά που πίστευε
ότι είχε, το τοπίο που είχε για πολλά χρόνια πλήρως ελεγχόμενο καταρρέει,
ουρλιάζει «μην μου το πάρετε, σας παρακαλώ!» Το κενό τον πνίγει, βυθίζεται,
φοβάται, τρομοκρατείται, τι και αν συνειδητοποιεί ότι δεν ήξερε ποτέ ποιος
είναι;
Αν όλα αυτά που έκανε ήσαν δικά του και όχι
άλλων, τα λεφτά που έδινε, τα κουτάκια που τσέκαρε σαν στόχους, τα επόμενα
βήματα. Καταρρέει. Το τοπίο από ένα όμορφο και ελεγχόμενο μετατρέπεται σε μία
τρικυμία, σε μία κόλαση που όλα φλέγονται σε ένα πυρ συνειδητοποιήσεων.
Η αβεβαιότητα του χτύπησε το κουδούνι και
τον ταρακούνησε από το κενό. Δεν ήθελε, έμεινε στο κρεβάτι, δεν την ήθελε, ήσαν
ανεπιθύμητη. Μα εκείνη συνεχίζει να χτυπάει τα κουδούνια, απαιτώντας να της
ανοίξει. Μα ο Θάνος συνεχίζει, μάχεται, θέλει να βρει εκείνο το τοπίο που είχε
ζωγραφίσει με όλα αυτά που νομίζει ότι ήταν, με όλα αυτά που νόμιζε ότι έχει,
τώρα εξοργίζεται, φωνάζει για βοήθεια, δεν θέλει να το αποχωριστεί. Δεν θα το
δεχτεί. Ακόμη δίνει μάχες, μένει μέρες, μήνες μέσα, παλεύει να το ξανανακτήσει.
Δεν θα αφήσει το βασιλείο των επιδιώξεων έτσι. Θα παλέψει με την σκουριασμένη
πανοπλία και θα τα δώσει όλα.
Ένα ακόμη πρωί, ο Θάνος ξυπνά ξανά. Θα
συναντήσει πάλι το κενό. Είναι εξαντλημένος από τις τόσες μάχες, που του
ξεζούμισαν ζωή. Δεν θέλει να αποχωριστεί το τοπίο που ζωγράφιζε τόσα χρόνια από
προσδοκίες, στόχους και επιλογές μάλλον άλλων και όχι δικών του, που της είχε
πλήρως ελεγχόμενες. Θρηνεί και
μοιρολογεί. Σαν τις παλαιές μοιρολογίστρες βλέπει την πεθαμένη του μορφή στην
κάσα και θρηνεί ανελέητα. Μετά από μέρες, το κλάμα εκτονώθηκε και η γαλήνη
πλημμύρισε την ύπαρξή του. Ένας χώρος νέος δημιουργείται.
Η αβεβαιότητα του χτυπά ξανά την πόρτα, αλλά
σαν να άκουσε το χτύπημά της πιο ευγενές και όμορφο. Πιο καταδεκτικό. Σα πρόσκληση για ένα πρωινό
καφέ που θα μοιραζόταν την συντροφικότητα και έναν φρεσκοκομμένο ελληνικό καφέ.
Θα πάρει όσες δυνάμεις του μείνανε,
τσακισμένος μέσα στο πένθος για όσα δεν έγινε και όσα έτρεχε μία ζωή για τους
άλλους, αν διαβεί προς την πόρτα. Στα 50 του, θα ανοίξει ο Θάνος την πόρτα στην
αβεβαίοτητα και θα αντιμετωπίσει το χάος. Η γυναίκα του είχε φύγει. Είχε πάρει
και την γάτα μαζί της. Οι φίλοι από καιρό είχαν απομακρυνθεί και δεν το είχε
πάρει χαμπάρι. Τα χόμπι τα είχε χάσει πολλά χρόνια πριν. Δεν είχε κάν
παρατηρήσει τις φωτιές στην πρωτεύουσα που την είχαν μετατρέψει σε ένα ζόμπι
του εαυτού της. Καφέ είχε καιρό ξεχάσει να πάρει από το γειτονικό μαγαζί που
κάποτε λαχταρούσε να επισκέπτεται. Με τους γονείς του για χρόνια τα λέγανε
αυτές τις ίδιες κουβέντες, αφού μιλούσανε πάντα για 5 λεπτά. Οι γείτονες στην περιοχή
του άλλαξαν πολλά χρόνια τώρα. Η υπερεργασία που του ρουφούσε την ζωή από
παντού, τον μετέτρεψε σε μία απουσία από την ίδια του την ζωή. Σκληρή
συνειδητοποίηση αλλά το πιο σκληρό ήταν η περιφρουρημένη άρνηση να δει την
πραγματικότητα και η αντίσταση να ζει σε ονειρώδες καταστάσεις που δεν
υφίστατο, ίσως και ποτέ.
Τώρα
έφτασε η συνειδητοποίηση και η αβεβαιότητα τον κέρασε καφέ και τον προσκάλεσε
να δώσει μία νέα ευκαιρία στην ζωή και να βρεί τον εαυτό του φτιάχνοντας το
τοπίο που εκείνου θα του ταιριάζει και θα είναι το δικό του τοπίο από ανάγκες,
επιθυμίες και εξερευνήσεις.
Ο Θάνος, αν και πολύ κουρασμένος, θα
ξυπνήσει και τελικά θα κατευθυνθεί προς το μπάνιο να κάνει ένα δροσερό ντουζ.
Θα πάρει το κουφάρι του, θα βάλει τα καλά του ρούχα, πήρε απροσδιόριστη άδεια
από την δουλειά και θα ξεχυθεί εκεί έξω στην Ζωή, να διεκδικήσει όλα όσα έχασε,
όλα όσα ίσως ποτέ δεν είχε και θέλει τώρα να αποκτήσει.
Από: Χριστίνα Πανταζή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου