"Ο μικρός κλέφτης ιστοριών": Πήτερ Παν ή το θλιμμένο παιδί
Απόσπασμα από το βιβλίο "Πήτερ Παν ή
το θλιμμένο παιδί" της ψυχαναλύτριας Kathleen Kelley-Laine. Εκδόσεις Άγρα.
Ο μικρός κλέφτης ιστοριών
"...Όταν τον
συναντάμε (τον Πήτερ Παν) στο παιδικό δωμάτιο, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα που
έχει χάσει τη σκιά του... αλλά δεν κλαίει για πολύ. σε λίγο θα μας δείξει
πως αντιδρά ένα θλιμμένο παιδί όταν χάσει τη "φόδρα" του, τη
μόνη πραγματική απόδειξη ότι υπάρχει.
Γιατί δίχως σκιά που
να αποδεικνύει την υλικότητα της ύπαρξης, εύκολα μας περνάει από το μυαλό
ότι δεν είμαστε παρά γέννημα της μητρικής φαντασίας.
Αυτό ειδικά το
θλιμμένο παιδί είναι πολύ ελαφρύ, δεν έχει ούτε όνομα, ούτε διεύθυνση ούτε
μητέρα. Αυθόρμητα μας έρχεται η επιθυμία να το παρηγορήσουμε αλλά στόπ!
Προπαντός, μη το αγγίξετε!
Από φιλιά δεν έχει
ιδέα. Γελάει, παίζει με πράγματα που δεν έχει και μοιάζει πολύ περήφανος για
τον εαυτό του. Είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα για να τον θαυμάσουμε και να τον
σεβαστούμε, για να κατορθώσουμε επιτέλους να υπάρξει στο βλέμμα ενός άλλου,
ακόμη και αν δεν μπόρεσε να υπάρξει στο βλέμμα της μητέρας του.
Όταν περάσει ο καιρός και το
γνωρίσουμε, θα καταλάβουμε πως ο,τι ευγενικό, τρυφερό και μεγαλόψυχο κάνει, το
κάνει μόνο και μόνο για να βάλουμε μπροστά του έναν καθρέφτη που κοιτάζοντας
μέσα του θα σχηματίσει την εντύπωση ότι υπάρχει. Εκείνος που του κρατάει τον
καθρέφτη πιθανόν να έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι αναντικατάστατος, δυστυχώς
όμως γι' αυτόν, οποιοσδήποτε άλλος θα μπορούσε να κάνει εξίσου καλά την ίδια
δουλειά!
Καμιά φορά ο καθρέφτης δεν
φτάνει από μόνος του να θεραπεύσει την ασήκωτη αυτή ελαφρότητα που το κατοικεί
και το θλιμμένο παιδί γυρεύει άλλους τρόπους να γεμίσει το εσωτερικό του κενό.
Εισβάλλει τότε σε σπίτια,
παρουσιάζεται σε οικογένειες, κατακτά καρδιές, προσπαθώντας να συλλάβει την
εσωτερικότητα των άλλων, να τραφεί με την ιστορία τους. ( Ο Πήτερ θα ήθελε να
αρπάξει τα παραμύθια που είχαν νανουρίσει τη Γουέντυ.) Γίνεται αληθινός
πειρατής που κυνηγά τον θησαυρό του άλλου.
Η βαθιά αυτή ανάγκη που
εκπέμπει το θλιμμένο παιδί, είναι πολύ συγκινητική κι ορισμένοι είναι ιδιαίτερα
ευαίσθητοι στο θέμα αυτό. Θέλουν να επανορθώσουν την τραγωδία που μαντεύουν
πίσω από το γέλιο με τα άσπρα παιδικά δοντάκια. Σε αυτούς άνηκε και η Γουέντυ:
" Αγοράκι, γιατί
κλαίς;" τον ρωτάει ευγενικά.
Μπορεί και το θλιμμένο παιδί
να επιτρέπει στον εαυτό του όταν είναι μόνο του που και που να κλαίει, όμως
κάτω από το βλέμμα των άλλων πρέπει πάντα να χαμογελά: ο Πήτερ πετιέται όρθιος,
πλησιάζει το κρεβάτι της Γουέντυ και της κάνει μία χαριτωμένη υπόκλιση, όπως οι
νεράιδες. Μιμείται καλά τις νεράιδες, θα ήθελε όμως τόσο πολύ να ξέρει να
φέρεται όπως τα αληθινά παιδιά. Έτσι, όταν ρωτά τη Γουέντυ, τ'ονομά της, αυτή
απαντά: "Γουέντυ, Μόιρα, Άντζελα, Ντάρλινγκ". Όμως
εκείνος δεν έχει παρά μοναχά ένα όνομα, σχετικά μικρό, "Πήτερ
Παν", και μία διεύθυνση που δεν είναι διεύθυνση: "στο
δεύτερο δεξιά, κι ύστερα ευθεία, μέχρι το πρωί..."
Όταν η Γουέντυ μαθαίνει
ότι ο Πήτερ δεν έχει μητέρα, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε μία
πραγματική τραγωδία. Πηδάει από το κρεβάτι της για να τον πάρει στην αγκαλιά
της, όμως εκείνος τραβιέται απότομα: "Δεν έκλαψα για μητέρες
εγώ...", είπε μάλλον αγανακτισμένος.
Μήπως φοβάται ότι μπορεί να
αισθανόταν κάτι αν τον άγγιζαν;
Η Γουέντυ καταλαβαίνει τώρα
γιατί έκλαιγε πριν από λίγο... Εκείνος βέβαια το αρνείται. " Έκλαιγα
γιατί δεν μπορώ να κολλήσω τη σκιά μου. Κι έτσι και αλλιώς δεν έκλαιγα.."
Η σκιά του Πήτερ Παν δεν
είναι σαν των άλλων παιδιών, ξεκολλάει. Εξάλλου, αναρωτιέται κανείς αν πράγματι
του ανήκει ή μήπως τη βρήκε σε κανένα ταξίδι του. Μήπως είναι η σκιά κάποιου
πεθαμένου παιδιού; Νομίζω ότι ο Πήτερ την έκλεψε για να προσδώσει λίγο
περισσότερο βάρος στον εαυτό του, καθώς είναι τόσο ελαφρύς...
Απόδειξη ότι δεν έχει ιδέα
από τι είναι φτιαγμένη η σκιά, είναι που νόμιζε ότι μπορούσε να την
ξανακολλήσει με σαπούνι. Η Γουέντυ τον πείθει ότι πρέπει να ραφτεί πάνω του και
ότι αυτό πονάει! Η Γουέντυ δεν είναι αποξενωμένη από τα συναισθήματά της όπως
εκείνος.
Με το που ξανακόλλησε τη σκιά
του, ο Πήτερ άρχισε να μιμείται τον κόκορα, ξαναβρίσκει το κέφι και την
ανεμελιά του. Μοιάζει ξαφνικά να μην έχει πλέον ανάγκη από κανένα και η Γουέντυ
νιώθει εγκαταλελειμμένη, σαν να μην υπήρχε πια για αυτόν.
Την καθησυχάζει, με τον
γνωστό τρόπο των θλιμμένων παιδιών: κολακεύοντάς την. Όταν ένα θλιμμένο παιδί
νιώθει λίγο χαμένο, αρκεί να του πείς πόσο καταπληκτικό, πόσο απαραίτητο είναι
(να του ξανακολλήσεις τη σκιά του κατά κάποιον τρόπο) για να ξαναβρεί αμέσως τη
ζωντάνια του.
Ο Πήτερ λοιπόν δοκιμάζει το
ίδιο κόλπο με την Γουέντυ: "Γουέντυ, ένα κορίτσι αξίζει πιο πολύ
από είκοσι αγόρια!" Αμέσως η Γουέντυ θέλει να τον φιλήσει.
Δυστυχώς όμως, όπως και τόσα άλλα αποκλειστικά ανθρώπινα πράγματα, το φιλί
είναι κάτι που ο Πήτερ το αγνοεί. Και είναι σειρά τώρα της Γουέντυ να κάνει
πονηριά, χαριζοντάς του αντί για φιλί, ένα κουμπί. Μήπως είχε καταλάβει ότι
στον Πήτερ για όλα τα ουσιώδη πράγματα ήταν καλύτερο να προσφέρεις
υποκατάστατα;
Συχνά, με τα θλιμμένα παιδιά
που έρχονται να με δουν ανακαλύπτουμε τα υποκατάστατα που χρόνια ολόκληρα
γεμίζουν την ζωή τους. Για παράδειγμα, ένας άντρας που δε καταφέρνει να
αγαπήσει μία γυναίκα- και τότε κυρίαρχη συναισθηματική θέση στη ζωή του
καταλαμβάνει ένα σπορ, η δουλειά του ή απλώς ένας σκύλος... Η αγάπη για μία
αληθινή γυναίκα θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό, με βαριές συνέπειες. Έτσι και αυτός
προτιμά να μεταφέρει τα συναισθήματά του σε κάτι άλλο, έστω και αν απέχει πολύ
από εκείνο που πραγματικά επιθυμεί. Με αυτόν τον τρόπο βαδίζει δίπλα στη ζωή
του.
Ο Πήτερ δεν έχει κάν
ηλικία: "Το έσκασα την ημέρα που γεννήθηκα". Την Γουέντυ
την παραξενεύει πολύ αυτή η αιώνια νεότητα και θέλει να μάθει τους
λόγους: "Ήταν γιατί άκουσα το πατέρα και τη μητέρα να λένε
τι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Δεν θέλω ποτέ να γίνω άντρας. Θέλω πάντα να είμαι
μικρός και να περνάω καλά". Περίεργο τρόπο βρήκε να διηγηθεί την
θλιβερή σκηνή του μωρού Πήτερ, πίσω από το κλειστό παράθυρο της μητέρας του, τη
στιγμή που ανακαλύπτει ένα άλλο παιδί στη θέση του!
Εν πάση περιπτώσει, ο Πήτερ
ξέρει καλά να κάνει την τραγική του ύπαρξη πολύ ελκυστική για την Γουέντυ. Και
ξέρει να την κολακεύει υποστηρίζοντας ότι κάτι χαμένα αγόρια (σαν και
αυτόν) έχουν ανάγκη από "γυναικεία συντροφιά". "Είναι
θαυμάσιος ο τρόπος που μιλάς για τα κορίτσια.."
Στην πραγματικότητα αυτό
που τον ελκύει στην Γουέντυ είναι οι αλλόκοτες ιστορίες που ξέρει εκείνη. Όταν
ανακαλύπτει ότι έχει και άλλες πολλές μες στο κεφάλι της, γίνεται στα αλήθεια
επικίνδυνος- θα ήθελε να τις αποσπάσει όλες...
"Θα σου μάθω πως να
πηδάς στη ράχη του ανέμου, κι ύστερα να μας, φεύγουμε. Αντί να κοιμάσαι στο
χαζοκρέβατό σου θα μπορούσε να πετάς ολόγυρα μαζί μου και να λέμε αστεία στα
αστέρια. Γουέντυ, υπάρχουν και γοργόνες με τόόόόόόόόσο μεγάλες ουρές! Γουέντυ,
θα σε σεβόμαστε όλοι!"
Με τα τελευταία του
λόγια, ο Πήτερ άγγιζε την ευαίσθητη χορδή της. Η Γουέντυ δεν αντιστέκεται πια,
αφήνεται να παρασυρθεί από την ελαφρότητα του και πετάει μακριά μαζί
του...>>
***********************************
Περιγραφή από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
"Οι
περισσότεροι άνθρωποι όταν συναντούν τον Πήτερ Παν αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του
το μικρό παιδί που υπήρξαν κάποτε και που έχουν την τάση να το ξεχνούν".
Γιατί πίσω απ' αυτό το χαρούμενο, αθώο κι άκαρδο πρόσωπο κρύβεται ένα θλιμμένο
παιδί, όπως το αποκαλύπτει με εξαιρετικό τρόπο η Kαθλήν Kέλλυ-Λαινέ.
Εξερευνώντας το μύθο αυτού του μικρού αγοριού
που αρνείται να μεγαλώσει, η ψυχαναλύτρια-συγγραφέας παραπέμπει στη δική της
παιδική ηλικία και τη φυγή από την Ουγγαρία, με τον Εβραίο τυπογράφο πατέρα που
πήγε στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και κυνηγήθηκε από το σταλινικό καθεστώς. Παραπέμπει
επίσης σε όλες εκείνες τις ιστορίες για θλιμμένα παιδιά που της διηγούνται οι
ασθενείς της, και που βλέπουμε σταδιακά να ξεμπλέκει το κουβάρι τους, αλλά μαζί
και στον δημιουργό του Πήτερ Παν, τον James Matthew Barrie , η ζωή του οποίου
υπήρξε πραγματικό μυθιστόρημα, με τις παράδοξες σχέσεις που είχε με την ίδια
του την οικογένεια και τα παιδιά που τον ενέπνευσαν.
Τρεις ιστορίες - το παραμύθι του Πήτερ Παν, η
βιογραφία του J. M. Barrie και η αυτοβιογραφική διήγηση της παιδικής ηλικίας
της συγγραφέως - που μπλέκονται η μια με την άλλη σε μια συγκινητική αφήγηση, η
οποία μας βοηθάει να καταλάβουμε καλύτερα το κομμάτι εκείνο της παιδικής
ηλικίας που ο καθένας φυλάει μέσα του, όπως βοηθάει και τους γονείς να μάθουν
να μιλούν στα παιδιά για την ανάγκη να μεγαλώσουν... και να αγαπήσουν. (Από την
παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
"Ένα βιβλίο συγκινητικό, απλό, θλιμμένο και
φωτεινό σαν όμορφη φθινοπωρινή μέρα. H κυρία Kelley-Laine χρησιμοποιεί την
ψυχανάλυση όπως πρέπει να τη χρησιμοποιεί κανείς και όπως οι ποιητές του χθες
έφτιαχναν στίχους προκειμένου να ανακαλύψουν τα μυστικά της ψυχής και τα
μυστήρια της καρδιάς." - F. Renaert, Le Nouvel Observateur
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου